Τους τελευταίους μήνες το όνομα του Ματίας Αλμέιδα κυριάρχησε στην εγχώρια αθλητική επικαιρότητα για χίλιους δυο λόγους… εκτός από το ποδόσφαιρο. Για τον «εκ των έσω πόλεμο» που «φωτογράφισε» ότι δεχόταν στα δημόσια ξεσπάσματά του μετά τα παιχνίδια της ΑΕΚ, για τον ιδιαίτερο ψυχισμό του.
Τώρα όμως που έφτασε η ώρα του ταμείου για τον «Πελάδο», ο απολογισμός επιβάλλεται να ολοκληρωθεί με μοναδικό γνώμονα την αγωνιστική εικόνα της Ένωσης στο διάστημα που την είχε στα χέρια του. Και δεν είναι τόσο… εύκολο το πόρισμα. Διότι αν υπάρχει ένα στοιχείο που συνδέει τις τρεις σεζόν του Αλμέιδα στο «κιτρινόμαυρο» τιμόνι, αυτό ήταν η αδυναμία εξέλιξης της ομάδας και κυρίως η ανικανότητά της να χτίζει πάνω στις δικές της επιτυχίες.
Ο Αργεντινός τεχνικός ανέλαβε την ΑΕΚ «κακοποιημένη» ποδοσφαιρικά, αλλά με δύο πολύ σημαντικά εφόδια στη μάχη του τίτλου έναντι του ανταγωνισμού το καλοκαίρι εκκίνησης της σεζόν 2022-23. Πρώτον, διέθετε την πολυτέλεια να προετοιμάζει την ομάδα του για ένα παιχνίδι την εβδομάδα (καθώς η ΑΕΚ δεν είχε εξασφαλίσει εισιτήριο για τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις), την ώρα που ο πρωταθλητής Ολυμπιακός, για παράδειγμα, είχε να διαχειριστεί μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου ένα απάνθρωπο καλεντάρι με διαδοχικά παιχνίδια ανά τρεις ημέρες, λόγω της διεξαγωγής του πρώτου χειμερινού Μουντιάλ στην ιστορία στο Κατάρ. Δεύτερον, η Ένωση κουβαλούσε την αύρα της επιστροφής της στη Νέα Φιλαδέλφεια και ήταν δεδομένο ότι η OPAP Arena θα έδινε τεράστια ώθηση στα «φτερά του Δικέφαλου Αετού», όπως ακριβώς το είχε πράξει το νέο Καραϊσκάκη για τον Ολυμπιακό τη σεζόν 2004-05.
Ο Αλμέιδα αξιοποίησε στο έπακρο και τα δύο συγκεκριμένα ατού και παρουσίασε μια φρέσκια ομάδα, που «έπνιγε» τους αντιπάλους με ανελέητο πρεσάρισμα και που, αν μη τι άλλο, ήταν εξαιρετικά γοητευτική στο μάτι. Αυτή την ΑΕΚ δεν την είδαμε ποτέ ξανά στην τριετία του «Πελάδο».
Βήματα προς τα πίσω
Αντίθετα, είδαμε μια ομάδα που πραγματοποιούσε διαρκώς βήματα προς τα πίσω, για να φτάσει στην εικόνα εξαθλίωσης των φετινών playoffs της Super League. Με την Ευρώπη να προστίθεται τη δεύτερη χρονιά στο αγωνιστικό καλεντάρι, η ΑΕΚ αδυνατούσε να διατηρήσει την ίδια ένταση και τον ίδιο ρυθμό στα παιχνίδια της. Και χωρίς αυτό το στοιχείο, ο Αλμέιδα δυσκολευόταν να βρει εναλλακτικό σχέδιο δράσης.
Ταυτόχρονα η Ένωση άρχισε να χάνει αφενός την αυτοπεποίθηση της πρώτης σεζόν του Αργεντινού και αφετέρου την ισορροπία που χαρακτήριζε το παιχνίδι της αναφορικά με την ανασταλτική και την επιθετική λειτουργία της. Ξαφνικά η ΑΕΚ δυσκολευόταν να επιτεθεί και να αμυνθεί εξίσου αποτελεσματικά στους αγώνες της. Και παρά το απίθανο διπλό απέναντι στην Μπράιτον στην πρεμιέρα των ομίλων του Europa League, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές βραδιές εξελίχθηκαν στη… χαρά των αντίπαλων επιθετικών.
Για την τρίτη και πιο… καταστροφική σεζόν του Αλμέιδα υπάρχει ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Οι μεταγραφές τύπου Μαρσιάλ και Λαμέλα, που ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο δικό του ποδοσφαιρικό μοντέλο, πραγματοποιήθηκαν με τη συγκατάθεσή του ή απλώς του… φορτώθηκαν αναγκαστικά στο πλαίσιο των επικοινωνιακών αναγκών του Μάριου Ηλιόπουλου; Είτε στο ένα σενάριο είτε στο άλλο, ο Αργεντινός βαρύνεται με το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί αν υπήρξε… καπέλωμά του, όφειλε να έχει αντιδράσει με την προσωπικότητα που διαθέτει.
Εν κατακλείδι, ο Ματίας Αλμέιδα αποδείχθηκε ένας ικανός προπονητής που όμως μπορούσε να υπηρετήσει ένα και μοναδικό ποδοσφαιρικό μοντέλο. Στη μοναδική χρονιά που διέθετε την πολυτέλεια να το εφαρμόσει, διέπρεψε. Στις υπόλοιπες έβαλε και τη δική του υπογραφή σε ιστορικές αποτυχίες της Ένωσης.
Εφημερίδα Απογευματινή