Απότοκος της πράγματι ιστορικής περιοδείας του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή και τις χώρες του Αραβικού πλέον Κόλπου είναι ότι έχει προκύψει ένας σοβαρός διχασμός στις επιλογές και τους χειρισμούς μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Ιερουσαλήμ. Στο επίκεντρο η Συρία όπου η αμερικανική στρατηγική επέλεξε την άρση των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί την τελευταία δεκαετία και μια αναγνώριση του καθεστώτος Αλ Σαράα, ως ηγεσία μιας ενιαίας και με πιθανότητες ανασυγκρότησης Συρίας.
Οι εξαγγελίες σημαντικών οικονομικών συμφωνιών, επενδύσεων και στρατιωτικών εξοπλισμών μεταξύ του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και κύριων επενδυτικών, πετρελαϊκών και τεχνολογικών κολοσσών των ΗΠΑ, θυμίζουν τη συνάντηση του προέδρου Ρούσβελτ με τον πρώτο βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας και ιδρυτή του οίκου των Σαούντ το 1945 σε ένα πολεμικό πλοίο, το «USS Quincy». Τότε οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην πώληση πετρελαίου σε προσιτές τιμές έναντι δολαρίων και μόνον ως νόμισμα. Άρχιζε η εποχή του περιώνυμου «πετροδολαρίου» που καθόρισε την παγκόσμια οικονομία για πολλές δεκαετίες και ιδρυόταν η εμβληματική Saudi Aramco.
Οι ΗΠΑ ανελάμβαναν ατύπως, χωρίς συμβατική συμφωνία, την ασφάλεια της δυναστείας, άρα και του κράτους της Σαουδικής Αραβίας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το Ισραήλ δύο χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1950. Από τη Δευτέρα ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται στην Εγγύς Ανατολή, επιθυμώντας να πετύχει ένα «Big deal» με τους Άραβες κυρίως που θα εξελίξει το δικό τους αλλά και αμερικανικής τεχνοτροπίας «vision 2030», όπως το έχει προσδιορίσει ο πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου, Μπιν Σαλμάν, εγγονός του πρώτου βασιλιά των Σαούντ που είχε συναντήσει ο Ρούσβελτ.
Ουσιαστικά ο λόγος για μια νέα συμφωνία της Γιάλτας, αυτήν τη φορά με επίκεντρο την Ανατολή και όχι την Ευρώπη όπως η προηγούμενη. Για όσους συνομιλούν τον τελευταίο καιρό με Αμερικανούς κοντά στα κέντρα σχεδιασμού της Ουάσινγκτον είναι γνωστή η εμμονή που τους διακατέχει να επηρεάσουν δομικά τις παγκόσμιες εξελίξεις με μια στρατηγική αποφασισμένη από τους ίδιους και όχι τους Άγγλους ή τους Εβραίους όπως συνήθως. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η διαφορετική οπτική από το Ισραήλ του Νετανιάχου. Κάποια στιγμή σε μια δημόσια τοποθέτησή του ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε σημειώσει ότι ο παγκόσμιος συσχετισμός θα εξελιχθεί στη βάση της σύγκρουσης ή της αλληλεπίδρασης διαφορετικών προτεραιοτήτων. Οι εξελίξεις δικαιώνουν αυτήν του την αντίληψη.
Οι ΗΠΑ του Τραμπ δεν επιθυμούν εμπλοκή ή ενθάρρυνση θερμών συγκρούσεων. Επιθυμούν να προωθήσουν την ιστορία στη βάση εμπορικών ανταγωνισμών και οικονομικών συμφωνιών. Στη Δυτική Ασία προωθούν τις, δικής τους έμπνευσης από την πρώτη θητεία Τραμπ «συμφωνίες του Αβραάμ».
Κεντρικός άξονας αυτού του πολύ γνωστού στην Ελλάδα πλαισίου είναι να υπάρξει υπέρβαση των ιστορικών συγκρούσεων στην περιοχή και αναγνώριση του Ισραήλ από τις κύριες ηγεσίες των Αράβων, με τις οποίες άλλωστε έχει δημιουργηθεί σύγκλιση την οποία επιχείρησε να διακόψει ο «άξονας της τζιχάντ» υπό την ηγεσία του Ιράν με τη σφαγή των αμάχων και τους ομήρους στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Στην παρούσα φάση οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν μια «νέα τάξη πραγμάτων» με τη δημιουργία νέων συνόρων και κρατών. Δεν θέλουν ουσιαστικά διάλυση της Συρίας στο μοντέλο της Γιουγκοσλαβίας. Δεν θέλουν άλλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και ζώνες ελέγχου από το Ισραήλ στη Γάζα. Δεν επιθυμούν νέα πολεμικά επεισόδια στο μέτωπο της Χεζμπολάχ, για την οποία ελπίζουν στον αφοπλισμό της, όπως συνέβη με το PΚΚ. Δεν επιθυμούν Κουρδιστάν και κρίση στην Τουρκία. Ούτε καταστροφή με βομβαρδισμούς στα πυρηνικά του Ιράν. Ουσιαστικά πιστεύουν σε μια ζώνη ασφαλείας στην περιοχή με εμπέδωση των «συμφωνιών του Αβραάμ» από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία. Το Ισραήλ επιθυμεί το αντίθετο, να ξεκαθαρίσει την περιοχή από την τζιχάντ με τις δικές του δυνάμεις και τις «πλάτες» των Αμερικανών και στη συνέχεια να τη διαμορφώσει με όρους κυρίαρχης ισχύος και νέα σύνορα στη βάση των «συμφωνιών του Αβραάμ».
Εφημερίδα Απογευματινή