Επενδύσεις, αυτή η βασανιστική αναγκαιότητα

Η ραγδαία αποεπένδυση ήταν το σήµα κατατεθέν της κρίσης που ξέσπασε το 2009
18:25 - 19 Μαΐου 2025

Η ραγδαία αποεπένδυση ήταν το σήµα κατατεθέν της κρίσης που ξέσπασε το 2009. Αντίθετα, η έξοδος από αυτήν, από το 2018 και µετά, συνοδεύθηκε από την ανάκαµψη των ρυθµών επένδυσης. Κι ας µην προσπερνάµε το καθοριστικό αυτό «βαρόµετρο» για την κατάσταση της οικονοµίας, µε το σκεπτικό ότι δεν αφορά την καθηµερινότητά µας. Το Γραφείο Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή συνδέει άµεσα την πορεία των επενδύσεων µε το αν µέχρι το 2033 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα υπερβεί τα προ κρίσης επίπεδα.

Για να επισηµάνει ότι «χωρίς στοχευµένες πολιτικές για τη στήριξη της ισχυρής αύξησης των επενδύσεων, την προώθηση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και τη στήριξη της εµβάθυνσης του κεφαλαίου, η Ελλάδα ενδέχεται να δυσκολευθεί να επιτύχει διατηρήσιµη βελτίωση στην παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία είναι καθοριστικής σηµασίας για τη µακροπρόθεσµη οικονοµική µεγέθυνση». Παρά όµως το θετικό πρόσηµο στον επενδυτικό τοµέα, τα πράγµατα δεν πάνε τόσο καλά όσο απαιτεί η αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Κι αυτό, όχι µόνο µε βάση τις επισηµάνσεις του Γραφείου της Βουλής, αλλά ακόµα και µε βάση τις ίδιες τις προβλέψεις του κρατικού Προϋπολογισµού, παρά το θετικό πρόσηµο στις επενδύσεις από το 2018 µέχρι σήµερα και παρά τη στήριξη από το Ταµείο Ανάκαµψης, όπου επίσης οι επιδόσεις της χώρας είναι αξιοσηµείωτες. Οµως σε ρεπορτάζ του powergame. gr (13.5.2025) επισηµαίνεται πως «στην έκθεση προόδου, που εστάλη τέλη Απριλίου στις Βρυξέλλες, ο ρυθµός αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου για το 2024 υποβαθµίστηκε στο 4,5%, έναντι 6,7% που προέβλεπε ο προϋπολογισµός του 2025.

Το “ψαλίδισµα” είναι ακόµη µεγαλύτερο σε σύγκριση µε παλαιότερες εκτιµήσεις, καθώς το Πρόγραµµα Σταθερότητας του 2024 προσδιόριζε την επίδοση στο 9,1%, ενώ ο προϋπολογισµός του 2024 µιλούσε για “έκρηξη” της τάξης του 15,1%» (https://www.powergame.gr/ ikonomia/910389/ichiro-kabanaki-gia-tisependyseis-para-to-tameio-anakampsis/). Τι συµβαίνει λοιπόν και µπαίνει φρένο; ∆εν είναι άγνωστες οι πληγές. Πρώτον, η αγορά στενάζει από έλλειψη χρηµατοδότησης.

∆εύτερον, οι οφειλές του ∆ηµοσίου προς ιδιώτες έχουν χτυπήσει κόκκινο, ανήλθαν στα 2,5 δισ. ευρώ τον περασµένο Ιανουάριο, ενώ εάν συνυπολογιστούν και οι επιστροφές φόρων που εκκρεµούν, τότε το «φέσι» στον ιδιωτικό τοµέα ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ. Τρίτον -και όχι άσχετο µε τα δύο πρώτα- τα συχνά ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εµπόδια και οι καθυστερήσεις που εξακολουθούν να αποθαρρύνουν εγχώριους και ξένους επενδυτές. Ακόµη, ένα δαιδαλώδες, «αντιπαραγωγικό» φορολογικό σύστηµα.

Με άλλα λόγια, η πολυπλόκαµη κρατική µηχανή αδρανείας εξακολουθεί να µπαίνει εµπόδιο στην υλοποίηση ακόµα και φιλόδοξων επενδυτικών σχεδίων. Η «ένεση» των 500 εκατ. ευρώ για δηµόσιες επενδύσεις, που πρόσφατα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός µπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δώσει µια αναπτυξιακή ώθηση, δεν θεραπεύει όµως την αιτία της επενδυτικής δυσπραγίας. Ολα βέβαια καταλήγουν στη λέξη-κλειδί, που είναι η µεταρρύθµιση των κρατικών δοµών. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός την περασµένη Τρίτη στη συνάντησή του µε τον νέο καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς τόνισε πως «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα και θα συνεχίσει τις µεταρρυθµίσεις που θα την καταστήσουν ελκυστικό προορισµό για επενδύσεις». Κι όµως, παρά τη βούληση για τοµές και αλλαγές, υπάρχει µια ευρύτερη φιλολογία που θεωρεί ότι παρήλθε ο καιρός για ριζικές µεταρρυθµίσεις. Στη µεν κυβέρνηση, παράγοντες εκτιµούν ότι αυτά έπρεπε να προχωρήσουν στην πρώτη τετραετία, ενώ τώρα, στη δεύτερη, το πολιτικό κόστος θα είναι δυσανάλογα βαρύ.

Στην αντιπολίτευση, αν εξαιρέσει κάποιος το ΠΑΣΟΚ, τα κόµµατα της Αριστεράς εµφανίζουν µια δυσανεξία σε όποιο επενδυτικό άνοιγµα, ιδιαίτερα από το εξωτερικό. Αν όµως στο πολιτικό φάσµα είναι φανερή η απροθυµία για µεταρρυθµίσεις που θα ευνοήσουν τις επενδύσεις -πολύ περισσότερο στην πορεία για τις εκλογές, όπου το πολιτικό κόστος ή οι δηµαγωγικές αντιπολιτευτικές φωνές περισσεύουν- οι διαθέσεις στην κοινή γνώµη δεν ευθυγραµµίζονται µε την πολιτική αδράνεια. Στην πρόσφατη έρευνα της Eteron, καταγράφεται ένα απροσδόκητο ρεύµα που µάλλον ευνοεί αυτούς που θα τολµήσουν τις όποιες τοµές για αλλαγές.

Στα ερωτήµατα για το τι «φορτίο» -θετικό ή αρνητικό- εµπεριέχουν βασικές έννοιες, οι απαντήσεις εκπλήσσουν. Ο εκσυγχρονισµός παραµένει στη δεύτερη θέση των προτιµήσεων, συγκεντρώνοντας το 85,5% των θετικών γνωµών. Ακολουθεί η ανταγωνιστικότητα µε το 80,6% των θετικών απόψεων και -η έκπληξη- αµέσως µετά οι ξένες επενδύσεις µε 66,7% των θετικών γνωµών. Για να κατανοήσουµε τη σηµασία ενός επενδυτικού boom για τη χώρα, στη µελέτη του Γραφείου Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή, µε ένα σενάριο µε ρυθµό αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 4% µπορούµε να ξεπεράσουµε το προ κρίσης ΑΕΠ έως το 2032.

Με πιο επιθετική αύξηση επενδύσεων κατά 6,6% τον χρόνο, µπορεί να το πετύχουµε δύο χρόνια νωρίτερα, έως το 2030. Είναι απλό. Οι επενδύσεις αφορούν τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας, µε αξιοπρέπεια και αυξηµένους µισθούς κυρίως για τους νέους, και συντείνουν στη δηµιουργία του πολυπόθητου νέου παραγωγικού µοντέλου. Πιθανότατα οι συµπολίτες µας να κατανοούν αυτήν την αναγκαιότητα καλύτερα από τους πολιτικούς…

Κυριακάτικη Απογευματινή