Οι εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της εποχής Σημίτη και μετά έχασαν το στοίχημα της ιστορίας να δημιουργήσουν συνθήκες μιας διαφορετικής, ισχυρής Ελλάδας, γιατί δεν είχαν όραμα και προπάντων αντίληψη για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της χώρας. Όλα κατέληξαν σε μια φούσκα που έσκασε με τη δημοσιονομική χρεοκοπία των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίστοιχα, οι κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας φέρουν σοβαρή ευθύνη για την όλη εξέλιξη της χώρας, γιατί από την αφετηρία της Μεταπολίτευσης, εξαιτίας προσωπικών εμμονών της ηγεσίας τους αλλά και αβελτηρίας να αντιληφθούν την «κατάσταση των πραγμάτων», να μεταφράσουν εν ολίγοις τα χρώματα της σημαίας της σε πραγματικές στρατηγικές, αρνήθηκαν και ναρκοθέτησαν τη σχέση της ελληνικής ναυτιλίας και την ελίτ των Ελλήνων όπου γης εφοπλιστών, προκειμένου να ελέγξουν μικροπολιτικά και εξουσιαστικά τη χώρα στη βάση μιας αδιέξοδης πόλωσης με τον κομματικό μηχανισμό του ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ.
Η πραγματικότητα αυτή επί πολύ μακρά και κρίσιμη περίοδο 40 ετών και παρά τον πακτωλό των δισ. ευρώ από τα κοινοτικά ταμεία δεν οδήγησε την Ελλάδα σε μια νέα εθνική αφετηρία κλέους αλλά σε μέτρια διαχείριση, αναξιοκρατία και «μικρομεγαλισμό», που κατέληξε σε μια απέραντη φαυλότητα. Όχι μόνον πολιτικά, επιχειρηματικά, δομικά, αλλά προπάντων κοινωνικά, με πρότυπα πλήρους μιμητισμού και προσπάθεια φτηνής αντιγραφής ξένων δεδομένων. Πέραν των άλλων, η ευρωπαϊκή Ελλάδα της Μεταπολίτευσης διακρίθηκε από τη σύγχυση ότι εξέλιξη και πρόοδος ήταν η ισοπέδωση των προτύπων της Ιστορίας, των παραδόσεών της, της εθνικής αυτοπεποίθησης.
Έφθασε να είναι μια χώρα με ηγεσίες και ελίτ που αναζητούσαν την εθνική τύχη στην ενδοχώρα των Βαλκανίων, μακριά από τις θάλασσες, με κάτι προβαλλόμενους «αυτοδημιούργητους» που το μόνον που γνώριζαν ήταν η ματαιοδοξία και οι δημόσιες σχέσεις με τους σκιώδεις ανθρώπους των διαδρόμων του κομματικού συστήματος. Η συνολική αυτή αποτυχία της κεντρικής πολιτικής στρατηγικής και της εμπάθειας απέναντι στην πραγματική ισχύ και την επιτυχία οδήγησε στο σοκ της κατάρρευσης της ευρωπαϊκής Ελλάδας αλλά και στην αφετηρία της επανεκκίνησής της σε μια άλλη εποχή, με πρώτο σταθμό, πλέον, το 2030.
Την ευθύνη της αποκατάστασης της σταθερότητας και του προφίλ της χώρας αρχικά και της δημιουργίας βάσιμων προσδοκιών για την προοπτική της με στρατηγικό ορίζοντα την έξοδο από την εποχή της θλίψης και της απαξίας των μνημονίων ανέλαβε, με πλήρη αρμοδιότητα από τους ψηφοφόρους σε διαδοχικές εκλογές, ως πρωθυπουργός ο κ. Κ. Μητσοτάκης. Ένας πολιτικός σαφώς της μεταπολιτευτικής αλλά και της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Στην παρούσα φάση και ύστερα από όσα έχουν επιτευχθεί, με την Ελλάδα να έχει πετύχει τη μεγάλη επιστροφή στις διεθνείς αγορές και τα ευρωπαϊκά σαλόνια, τα ναυπηγεία ανοιχτά και σε τροχιά ισχυροποίησης και με αμερικανική βοήθεια πέραν της παρουσίας Ελλήνων εφοπλιστών, τις Ένοπλες Δυνάμεις σε φάση πλήρους αναβάθμισης, υπάρχει την επόμενη Τρίτη στη Νέα Υόρκη μια συνεδρίαση που χαρτογραφεί το μέλλον της χώρας.
Ο λόγος για το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που η Ελλάδα θα βρεθεί στην προεδρία ως μη μόνιμο μέλος με θέμα στην ατζέντα: «Ενισχυμένη Ασφάλεια στη Θάλασσα μέσω Διεθνούς Συνεργασίας για Παγκόσμια Σταθερότητα». Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης όχι μόνον προεδρεύει στη συζήτηση, αλλά φυσικά τοποθετείται και για θέματα Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας αλλά και ασφάλειας στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Στην ίδια συζήτηση, όμως, θα είναι παρούσα και θα μιλήσει και η πρόεδρος της Ένωσης των Ελλήνων Εφοπλιστών, Μελίνα Τραυλού.
Η Ελλάδα είναι μία από τις πέντε ισχυρότερες ναυτικές χώρες στον κόσμο. Αυτή είναι η θέση της και η μοίρα της για την επανεκκίνηση. Το ζητούμενο δεν είναι νέα κόμματα παλαιού τύπου, αλλά μια νέα ελίτ η οποία ως πρότυπο θα προδιαγράψει το εθνικό μέλλον. Και, φυσικά, ένας πρωθυπουργός που θα πρέπει να οδηγήσει τις εξελίξεις εκεί. Αλλά αυτός υπάρχει…
Εφημερίδα Απογευματινή