Το κόμμα Σαμαρά και η κυβέρνηση συνασπισμού με τη Νέα Δημοκρατία

Το ρίσκο για τον Μεσσήνιο «προεστό» μιας μη αναστρέψιμης αποτυχίας αυξάνεται. Καλύτερα λοιπόν think tank παρά νέα… Πολιτική Άνοιξη. Ο κίνδυνος της «φάρσας» είναι ορατός.
09:53 - 28 Μαΐου 2025

Η σκέψη στη βάση της είναι απλή και λειτουργική. Αν υπάρξει ένα πολιτικό σχήμα υπό την ηγεσία Σαμαρά στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και στις επόμενες εκλογές η Κεντροδεξιά κινηθεί στη ζώνη του 35%-36% μαζί με το κόμμα Σαμαρά θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού για την περίοδο 2027-2031. Στην προοπτική αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να νομιμοποιηθεί μια κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, αφού οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας στην πλειοψηφία τους θα έβλεπαν και θα αντιμετώπιζαν το πιο δεξιό κόμμα Σαμαρά πολύ πιο συγγενικό από το ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Ανδρουλάκης, αρνείται κάθε ενδεχόμενο συγκρότησης κυβέρνησης συνασπισμού με πρωθυπουργία Μητσοτάκη. Αντίθετα, ο κ. Σαμαράς θα προτιμούσε να διαπραγματευθεί κάποια υπουργεία, όπως το υπουργείο Εξωτερικών, το Μετανάστευσης, κάποια του οικονομικού κύκλου, αποδεχόμενος και την αντιπροεδρία της κυβέρνησης ή τον ορισμό κοινών προσώπων για την αντιπροεδρία της κυβέρνησης, με τον κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία.

Η Νέα Δημοκρατία εκ παραδόσεως μπορεί να μην είναι κόμμα συνιστωσών, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, είναι όμως ένα φεουδαρχικό κόμμα «προεστών». Η κυριαρχική παρουσία του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος από το 2015, με τις δημοσκοπήσεις και το μιντιακό προφίλ της Κεντροδεξιάς να μην επιδέχονται κανενός τύπου αμφισβήτηση από κάποιο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αριστερής και δεξιάς, έχει επιβεβαιωθεί στον μέγιστο βαθμό και από τα εκλογικά αποτελέσματα από το 2019 και μετά. Αυτή η πραγματικότητα βαθμηδόν συνετέλεσε στο να μη διαθέτει πλέον τα τελευταία χρόνια καμία επιρροή το άτυπο «συμβούλιο των Γερόντων» του κόμματος. Καμιά επιρροή ούτε στις στρατηγικές ούτε στις επιμέρους πολιτικές, ούτε στη συγκρότηση της κυβέρνησης και των βασικών δομών του κεντρικού κράτους ή του περιφερειακού ή ακόμη και σε κρίσιμες ανεξάρτητες Αρχές.

Στους «προεστούς» του κόμματος και στο άτυπο «συμβούλιο των Γερόντων» δύο είναι οι ηγετικές προσωπικότητες πλέον, με δεδομένο το πέρασμα των ετών που είναι υπολογίσιμο: ο κ. Α. Σαμαράς και ο κ. Κ. Καραμανλής. Και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί. Θα μπορούσε κάποιος, και σωστά, να συμπεριλάβει και την Ντόρα Μπακογιάννη, αλλά η πολύπειρος πολιτικός ως μέλος της οικογένειας Μητσοτάκη «δεσμεύεται» και θα κρινόταν ανοίκειο να συμμετάσχει σε τέτοιου τύπου παρασκήνια.

Οι κοινές παρουσίες ως επί το πλείστον σε παρουσιάσεις βιβλίων των Σαμαρά – Καραμανλή και οι ενστάσεις ή οι εκδηλωμένες ανησυχίες τους ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ή διάχυσης πλούτου στη μεσαία τάξη έδωσαν το κοινό μήνυμα που και οι δύο ήθελαν να παρουσιάσουν. «Παίζουμε μαζί» παρά τις μεταξύ μας διαφοροποιήσεις στο ύφος και στην αντίληψη των πραγμάτων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συχνά πυκνά πλέον ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος επί μια δεκαετία πλέον κ. Μητσοτάκης στοχοποιείται από τους δύο ότι η διακυβέρνηση δεν είναι της Νέας Δημοκρατίας, του ιστορικού αυτού «συλλογικού» φορέα δηλαδή της Κεντροδεξιάς, αλλά κατέληξε μια διακυβέρνηση ενός ηγέτη: του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Τι λένε δηλαδή; Δεν έχουμε ισχυρό λόγο και παρέμβαση στις επιλογές, στις στρατηγικές και τις πολιτικές ή τους συσχετισμούς, εγχώριους και διεθνείς, του κυβερνώντος κόμματος. Η απάντηση του πρωθυπουργού μέσω της ραδιοφωνικής συνέντευξής του καθαρή. Είναι ο πρόεδρος του κόμματος και ο πρωθυπουργός. Δημοκρατικά εκλεγμένος. Δεν είναι δηλαδή κάποιος εκτροπέας, ούτε κάποιος αυθαίρετος που βρέθηκε στην ηγεσία του κόμματος. Πόσο μάλλον αν υπολογίσουμε σε τι κατάσταση παρέλαβε το κόμμα και σε πόσο κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, με αντικειμενικά μια πολύ θετική πορεία στη συνέχεια παρά τις γκρίνιες των «προεστών».

Στην παρούσα φάση ο κ. Σαμαράς πιέζεται από τον κύκλο του για συγκρότηση κόμματος. Τον «ναρκοθετεί» όμως το παρελθόν της Πολιτικής Άνοιξης. Ακόμη και αν δεν αποχωρήσουν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προς το δικό του σχήμα. Πέραν των άλλων, από τον Φεβρουάριο με τοποθέτηση του πρωθυπουργού η woke περίοδος για τη χώρα έχει ξεπερασθεί. Ο τελευταίος ανασχηματισμός, με σαφώς κεντροδεξιό προφίλ, έχει φέρει αποτελέσματα. Το ρίσκο για τον κ. Α. Σαμαρά μιας μη αναστρέψιμης αποτυχίας αυξάνεται. Και ο πρώην πρωθυπουργός γνωρίζει εκλογικά μαθηματικά σε πολύ καλό επίπεδο. Καλύτερα λοιπόν think tank παρά νέα… Πολιτική Άνοιξη. Ο κίνδυνος της «φάρσας» είναι ορατός.

Εφημερίδα Απογευματινή