Τα όσα εξελίχθηκαν στο δεύτερο παιχνίδι μπάσκετ μεταξύ Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού στο Final Four του ελληνικού πρωταθλήματος ξεπερνούν κάθε εφιάλτη. Έχουμε την περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των δύο ομάδων συγκρούσθηκαν μεταξύ τους σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο δημόσια, προκαλώντας όχι μόνον ένταση αλλά ουσιαστικά εγκαλώντας τα έξαλλα πλήθη των φιλάθλων των δύο πολύ δημοφιλών ομάδων σε ακραία βία και σύγκρουση. Είναι πολύ σημαντικό ότι τόσο ο κ. Δ. Γιαννακόπουλος του Παναθηναϊκού όσο και οι αδελφοί Αγγελόπουλοι του Ολυμπιακού ανήκουν σε περιώνυμες οικογένειες των εγχώριων και ιστορικών επιχειρηματικών ελίτ με βαρύ κοινωνικό αποτύπωμα, ενώ οι δύο ελληνικές ομάδες συμμετείχαν στο Final Four του ευρωπαϊκού μπάσκετ στο Άμπου Ντάμπι των Εμιράτων πριν από ελάχιστες ημέρες. Ανήκουν δηλαδή στις ελίτ των ομάδων του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Το παιχνίδι, παρά αυτές τις αντίξοες συνθήκες, εξελίχθηκε σε επίπεδο ομάδων με εντάσεις αλλά ευτυχώς χωρίς ακρότητες μεταξύ των παικτών. Οι δηλώσεις από την πλευρά των προπονητών εκθέτουν τον τουρκικής καταγωγής προπονητή του Παναθηναϊκού, Αταμάν, ενώ ο κ. Μπαρτζώκας του Ολυμπιακού διατήρησε την ψυχραιμία του και έστειλε προς όλους τα σωστά μηνύματα περί αθλητισμού. Η κατάσταση στις κερκίδες του ΣΕΦ, όπου εξελίχθηκε το παιχνίδι, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως απελπιστική από πλευράς κοινωνικής ευγένειας και πολιτισμού, με συνθήματα ανοίκεια που ξεπέρασαν σε βαρβαρότητα και έλλειψη ατομικής αξιοπρέπειας και τις πιο αρνητικές προβλέψεις. Στην προκειμένη περίπτωση επιβεβαιώθηκε η αξιολόγηση που επιμένει ιστορικά ότι σε συνθήκες μάζας και φανατισμού και οι πλέον σοβαροί άνθρωποι μπορούν να μετατραπούν σε όχλο.
Αλλά ας αφήσουμε τις κερκίδες και ας μείνουμε στους παράγοντες των ομάδων. Πώς μπορεί οι γόνοι σημαντικών οικογενειών, επιχειρηματίες σημαντικοί και οι ίδιοι να διδάσκουν «σκυλοκαυγά» -για να χρησιμοποιήσουμε μια λαϊκή έκφραση από το αμερικανικό μπάσκετ των γκέτο που έχει διεθνοποιηθεί- και χουλιγκανισμό σε προσωπικό επίπεδο στα πλήθη, αλλά και στους ακριβοπληρωμένους παίκτες τους;
Ποια είναι τα όρια της ευθύνης όχι μόνον αυτών αλλά του συνόλου των παραγόντων ομάδων που σε πολλές περιπτώσεις στη χώρα μας έχουν διδάξει και διδάσκουν βαρβαρότητα και χουλιγκανισμό; Πόσο άλλοθι μπορεί να αποτελέσει ο οπαδικός φανατισμός; Πόσο μπορεί το κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση, που έχει την ευθύνη της δημόσιας θεσμικής ισχύος, να συμμαζέψει και να συγκροτήσει σε τάξη μια κοινωνία όπως η ελληνική που παρακμάζει και ταυτόχρονα «ξερνά» την παρακμή και την υπαρξιακή οργή της στη συλλογική καθημερινότητα;
Ας πάρουμε την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, που σε πολλά επίπεδα το κράτος, ο νόμος και η τάξη, ήρθαν να συμμαζέψουν το χάος και την τρομοκρατία με τους κουκουλοφόρους στους δρόμους και τα πανεπιστήμια ή στη συνέχεια τις συμμορίες των κακοποιών που είχαν έδρα τα γήπεδα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, του αθλήματος του μέγιστου φανατισμού. Μέσα από την επιμονή και την αποφασιστικότητα υπήρξαν σημαντικά αποτελέσματα και συνεχίζεται η προσπάθεια μέχρι την «τελική λύση» των εμπλοκών. Η εκτός κάθε κοινωνισμού σύγκρουση μεταφέρθηκε βαθμηδόν σε άλλα σπορ όπως το μπάσκετ ή το βόλεϊ ακόμη και το χάντμπολ σε κάποιες περιπτώσεις.
Η βία των δρόμων και των καταλήψεων εκδηλώθηκε στα σχολεία και τις συμμορίες ανηλίκων. Τα δράματα και οι φονικές συγκρούσεις σε οικογενειακό πεδίο γεμίζουν το αστυνομικό δελτίο όπως και οι κακοποιήσεις γυναικών ή παιδιών. Η κίνηση στους δρόμους κατέληξε μια παράτολμη επιχείρηση επιβίωσης. Τα έκτακτα μέτρα και οι επιπλέον νομοθεσίες προσπαθούν να βάλουν σε τάξη μια κοινωνία που έχει χάσει τον προσανατολισμό, τα πρότυπα, τους κώδικες συμπεριφοράς της. Αλλά τίθεται το ερώτημα πλέον: Ποια είναι τα όρια της δυνατότητας επέμβασης του κράτους, των κυβερνήσεων και των αρμοδίων υπηρεσιών; Άσχετα με το αν θα πετύχει η μεσολάβηση του αναπληρωτή υπουργού Αθλητισμού κ. Βρούτση μεταξύ βαρβάρων ή θα επιβληθούν κυρώσεις, η πραγματικότητα δείχνει όλο πιο σύνθετη και πιο δυσεπίλυτη.
Εφημερίδα Απογευματινή