Οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο της οικονομίας είναι ιδιαίτερα ευοίωνες σε ό,τι αφορά το υπερπλεόνασμα το οποίο δημιουργείται. Η Κομισιόν στην τελευταία έκθεσή της προβλέπει ότι θα φτάσει στο 3,8% του ΑΕΠ για το 2025, γεγονός που δίνει αρκετά περιθώρια για νέες παροχές, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η πορεία της χώρας.
Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν ένα μέρος αυτών των πλεονασμάτων να μετατραπεί σε κοινωνικό μέρισμα και ιδιαίτερα προς τους συνταξιούχους, οι οποίοι έχουν υποστεί τα πάνδεινα από το 2010 και μετά βλέποντας τους κόπους της ζωής τους να εξανεμίζονται. Κι αυτό, γιατί τα χρήματα που έπαιρναν ολοκληρώνοντας τον εργασιακό τους κύκλο είτε περικόπηκαν δραματικά είτε για τους νεότερους συνταξιούχους ήταν πολύ χαμηλότερα από εκείνα που υπολόγιζαν.
Η κυβέρνηση πρόσφατα διέθεσε ένα «πακέτο» 1,1 δισ. ευρώ, μέσα στο οποίο υπήρξε η ενίσχυση 250 ευρώ μια φορά τον χρόνο για έναν πολύ μεγάλο αριθμό συνταξιούχων. Ωστόσο, τι να πρωτοκαλύψει αυτό το ποσό; Οι περικοπές των μνημονιακών ετών προκάλεσαν σοβαρές απώλειες εισοδήματος, ειδικά για τους χαμηλοσυνταξιούχους, οι οποίες δεν αναπληρώνονται από τις πρόσφατες αυξήσεις, ακόμα και αν αυτές έχουν αναδρομική ισχύ. Παράλληλα, η «προσωπική διαφορά» στάθηκε εμπόδιο για περίπου 670 000 συνταξιούχους, οι οποίοι δεν είδαν καθόλου αύξηση παρά μόνο ένα μικρό επίδομα, ενώ και η εισφορά αλληλεγγύης είναι ένα ακόμα πρόβλημα γι’ αυτούς.
Οι συνταξιούχοι να θυμηθούμε ότι στις εκλογές του 2019 και του 2023 στήριξαν τη Νέα Δημοκρατία ελπίζοντας σε ανάκτηση απωλειών. Οι αυξήσεις που ξεκίνησαν από το 2023, τα επιδόματα προσωπικής διαφοράς και τώρα τα 250 ευρώ είναι θετικά μέτρα, αλλά δεν αρκούν για όσους είχαν τεράστιες μειώσεις. Και μάλιστα σε μια μακρά περίοδο ακρίβειας που «τρώει» ακόμα περισσότερο αυτό το ήδη μειωμένο εισόδημα.
Η κυβέρνηση οφείλει να εξαντλήσει κάθε όριο δυνατότητας που διαθέτει για να κάνει λίγο καλύτερη τη ζωή σε περίπου 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή για το 25% του πληθυσμού της χώρας. Προφανώς, οι προτάσεις της αντιπολίτευσης, η οποία ζητά ταυτόχρονα κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, επαναφορά ΕΚΑΣ, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, μεγαλύτερες αυξήσεις στις συντάξεις, επαναφορά της 13ης και της 14ης σύνταξης, δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθούν και μάλιστα με τη μία, όπως προτείνεται με μεγάλη δόση λαϊκισμού.
Από την άλλη πλευρά, όμως, και όσα έχουν δοθεί μέχρι σήμερα είναι λίγα και δεν αντιμετωπίζουν παρά σε μικρό βαθμό τις ανάγκες των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας για διατροφή, φάρμακα, στέγαση και μια αξιοπρεπή ζωή. Άρα θα πρέπει να αναζητηθούν τα προσφορότερα από όλα αυτά και μέρος τους να υιοθετηθεί προφανώς με αναλογικότητα προς όφελος αρχικά των πιο αδύναμων. Χωρίς όμως να αγνοηθούν και όλοι εκείνοι οι οποίοι εργάστηκαν σκληρά και πέτυχαν να έχουν μεγαλύτερες συντάξεις με τη δουλειά τους και τις στερήσεις τους στη διάρκεια του εργασιακού βίου τους.
Η ενίσχυση των συνταξιούχων στη ΔΕΘ δεν πρέπει να περιοριστεί στα 250 ευρώ που ανακοινώθηκαν. Χρειάζεται μακρόπνοο σχέδιο. Με σύνεση και στρατηγική, να παρουσιαστούν μέτρα που θα αναπληρώσουν μέρος των μνημονιακών απωλειών και να μπορούν να ενισχύσουν σταθερά τις συντάξεις τα επόμενα χρόνια. Μόνο έτσι θα δικαιολογηθεί το πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε στην κυβέρνηση και κυρίως θα διασφαλιστεί αξιοπρεπής διαβίωση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας.
Εφημερίδα Απογευματινή