Εμφιλοχώρησε στην πολιτική διάλεκτο και η έννοια της εσχάτης προδοσίας. Για τα Τέμπη. Ο προδότης, κατά τους φανατικούς αυτούς της πολιτικής και όσους πιστά τούς ακολουθούν, είναι βεβαίως ο πρωθυπουργός.
Όπου και αν αναζητήσεις την έννοια της εσχάτης προδοσίας, είτε σε λεξικά είτε στον ποινικό κώδικα, πέραν του ότι ως έννοια είναι άσχετη με την υπόθεση την οποία έχουν κάνει κάποιοι πολιτική παντιέρα, θα συμπεράνεις τελικώς το εξής: ότι οι επικαλούμενοι τον όρο αυτό για ένα δυστύχημα διαθέτουν φαντασία μεν αλλά με όρια, τα οποία θέτει η πολιτική σκοπιμότητα και ένας οπαδικός φανατισμός που κυριαρχεί πλέον και στην πολιτική. Γιατί με τα όρια αυτά μπορεί εσχάτη προδοσία να υπάρχει στα Τέμπη αλλά όχι στο Μάτι και στη Μάνδρα, όπου χάθηκαν περισσότερες ψυχές!
Τώρα πώς ανακάλυψαν το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, το οποίο προϋποθέτει να κινδυνεύει η ασφάλεια -και δεν εννοεί ο νομοθέτης την ασφάλεια των συγκοινωνιών λόγου χάρη- ή η ανεξαρτησία της Ελλάδας, αυτό είναι κάτι που δικαιολογείται από μία «διασταλτική» ερμηνεία, προφανώς συγκεκριμένου αρχηγού που διακρίνεται για το ξεχείλωμα των εννοιών και που παραπέμπει στον λογικό ειρμό των γυμνασιακών μας χρόνων – ούτε καν του λυκείου: ότι το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνόμος είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι. Βεβαίως, αν υπάρχουν φανατικοί και από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τον αστυνόμο με τον πολιτικό. Οπότε έχουμε και τον σχετικό αντίστοιχο συνειρμό.
Παρακολουθώντας την πολιτική ζωή αυτού του τόπου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η διαπίστωση είναι ότι ουδέποτε η πολιτική ζωή της χώρας είχε πέσει τόσο χαμηλά στο παρελθόν. Ακόμη και κατά την προδικτατορική περίοδο, σε εποχές που τα πολιτικά πάθη ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα και οι συγκρούσεις στη Βουλή μεταξύ των αντιπάλων αρχηγών και κομμάτων ήταν έντονες, οι αντιπαραθέσεις είχαν χαρακτηριστικά πολιτικής ευπρέπειας, έστω και αν καμιά φορά λέγονταν και κάποιες υπερβολές.
Οι ασχημονούντες σήμερα -που ασχημονούν φραστικά κατ’ εξακολούθησιν- σε τελευταία ανάλυση είναι αυτοί που είναι. Ούτε πρόκειται να αλλάξουν, παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις που η σκοπιμότητα τους επιβάλλει να υιοθετούν οβιδιακές μεταμορφώσεις, έστω και αν οι αλλαγές αυτές απλώς τους εκθέτουν ως προς τη σοβαρότητά τους. Όμως, παρ’ όλα αυτά δικαιούνται να προβάλλουν το επιχείρημα ότι έχουν λαϊκή νομιμοποίηση επειδή έχουν εκλεγεί. Απολύτως σωστό, οπότε τη μεγάλη ευθύνη φέρει η μερίδα της κοινωνίας που τους επιλέγει διά της ψήφου της, οπότε μπορεί να πει κανείς για αυτήν ότι οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποί της είναι αντανάκλασή της. Σε κάθε επίπεδο. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η μερίδα έστω και έμμεσα επηρεάζει την πολιτική ζωή και επομένως -πάλι έμμεσα- και τις τύχες των υπολοίπων που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία. Χώρια που αυτοί που επιλέγουν πολιτικούς εκπροσώπους έτσι επιπολαίως μπορεί να σπάνε και την πλάκα τους καλυπτόμενοι πίσω από την καινοφανή και μοδάτη έννοια του αντισυστημισμού!
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί σε σύγκριση με άλλες εποχές ότι όλο και περισσότερο διαπιστώνεται μια απροθυμία για πολιτική σταδιοδρομία. Οπότε είναι φυσικό να είναι και ρηχή η δεξαμενή και να λείπουν οι άριστοι αλλά να περισσεύουν οι ανίκανοι. Και γιατί άλλωστε σήμερα να είναι ελκυστική η πολιτική, πάλι σε σύγκριση με το παρελθόν;
Το δυσάρεστο είναι ότι ο σημερινός κομματικός φανατισμός, που εκφράζεται περισσότερο από εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος παρά από την κοινωνία -ίσως ακόμη και από τη μερίδα εκείνη που ψηφίζει τους φανατικούς-, είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί. Και θα συνεχιστεί παρά το γεγονός ότι τελικώς η τοξικότητα αυτή δεν αποφέρει κανένα πολιτικό όφελος σε αυτούς που απεργάζονται τον φανατισμό και μιλούν ακόμη και για εσχάτη προδοσία. Διότι όσο όφελος δεν υπάρχει τόσο η πραγματικότητα αυτή τροφοδοτεί το πολιτικό μίσος.
Αν δει κανείς όλες τις δημοσκοπήσεις οποιασδήποτε εταιρείας, θα διαπιστώσει την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης σε αυτούς που σήμερα πρωταγωνιστούν στη διαμόρφωση κλίματος τοξικότητας στην πολιτική. Πράγμα που σημαίνει ότι η κοινωνία μπορεί να παρακολουθεί ή και να διασκεδάζει με τις λεκτικές υπερβολές κάποιων πολιτικών -με ημερομηνία λήξεως πάντως-, αλλά από την άλλη πλευρά δεν τους εμπιστεύεται κιόλας για να τους αναθέσει τις τύχες της. Είναι λοιπόν προφανές ότι οι αποδοκιμαζόμενοι μπορεί να κάνουν θόρυβο ώστε να βρίσκονται στην επικαιρότητα, αλλά στην ουσία έχουν σκάψει οι ίδιοι τον λάκκο τους…
Εφημερίδα Απογευματινή