Η διεξαγωγή των πρώτων φιλικών προετοιμασίας των ομάδων που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα μας στις φετινές διοργανώσεις της UEFA σηματοδοτεί ουσιαστικά την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης προς τα πρώτα επίσημα παιχνίδια του β΄ προκριματικού γύρου σε Champions League και Conference League, στα οποία συμμετέχουν οι Παναθηναϊκός, ΑΕΚ και Άρης.
Μην περιμένετε, βέβαια, βαθυστόχαστες αναλύσεις και ακραίες αντιδράσεις, από αυτές που λατρεύουμε να συνοδεύουν το καρπουζάκι μας στις παραλίες. Έχουμε δει ουκ ολίγες φορές ομάδες να «πετάνε» στα φιλικά και να τις… ψάχνουμε στη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης, αλλά και ομάδες να προβληματίζουν με την απόδοσή τους Ιούλιο και Αύγουστο και να πατάνε το… τούρμπο από το φθινόπωρο.
Έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ψυχολογία με την οποία παρακολουθούμε πλέον οι Έλληνες φίλαθλοι (αλλά και δημοσιογράφοι) τα φιλικά προετοιμασίας σε σχέση με τις συνήθειες του πρόσφατου παρελθόντος. Μέχρι πριν από δύο καλοκαίρια τα βλέμματά μας ήταν σχεδόν εξολοκλήρου στραμμένα στα νέα μεταγραφικά αποκτήματα. Τα φρέσκα πρόσωπα. Πάντα το καινούργιο μάς γοήτευε περισσότερο από το υπάρχον ή το παλιό, το γνώριμο.
Με το προγενέστερο καθεστώς σε επίπεδο νοοτροπίας, θα ανυπομονούσαμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση από τους Τσιριβέγια, Σιπιόνι, Ρέλβας, Τέιλορ. Και τώρα η συγκεκριμένη επιθυμία παραμένει, μόνο που οι ορίζοντες του ενδιαφέροντός μας είναι κατά πολύ διευρυμένοι και στραμμένοι σε παιδιά που μέχρι πρότινος μας άφηναν (την πλειονότητα τουλάχιστον) παγερά αδιάφορους.
Πάρτε παράδειγμα το χθεσινό πρώτο φιλικό του νέου Παναθηναϊκού με αντίπαλο τη Μέταλιστ. Δείτε με πόσο μεγάλο ενδιαφέρον αντιμετωπίστηκε η απόδοση του 19χρονου Αντριάνο Μπρέγκου και του 19χρονου Γιάννη Μπόκου, δύο παιδιών που άφησαν μεγάλες υποσχέσεις αγωνιζόμενα με την Κ19 του «τριφυλλιού».
Οι φίλαθλοι όλων των ομάδων μοιάζουν να αναζητούν τα επόμενα wonderkids του ελληνικού ποδοσφαίρου, με την ελπίδα αυτά να προέρχονται από τις «δικές τους» ακαδημίες.
Η προσαρμογή
Συνολικά το ελληνικό ποδόσφαιρο προσπαθεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες τάσεις που επικρατούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή όπου κορυφαίος παίκτης στον πλανήτη θεωρείται ένας 17χρονος που ενηλικιώνεται σε λίγες ημέρες, ο Λαμίν Γιαμάλ.
Κινούμαστε στον αστερισμό παικτών που έχουν μόλις περάσει τα 20 τους χρόνια και αναγκάζουν συλλόγους να ξοδεύουν περισσότερα από εκατό εκατομμύρια για να τους αποκτήσουν. Ο Φλόριαν Βιρτς -που γκρέμισε το ρεκόρ της ακριβότερης μεταγραφής στην Premier League με τα 150 εκατομμύρια ευρώ που δαπάνησε η Λίβερπουλ για να τον αγοράσει- έκλεισε τα 22 του χρόνια στις αρχές Μαΐου. Σε άλλες εποχές ένας 22χρονος θεωρείτο ακόμη… άβγαλτος και άγουρος ποδοσφαιρικά.
Σκεφτείτε ότι όταν ο Δημήτρης Σαραβάκος απέκτησε το προσωνύμιο «μικρός» το 1984, όταν μεταγράφηκε από τον Πανιώνιο στον Παναθηναϊκό, ήταν ήδη… έναν χρόνο μεγαλύτερος του Βιρτς.
Ακόμη και ομάδες όπως η ΑΕΚ, που βλέπουν εδώ και χρόνια τα τμήματα υποδομής τους να φυτοζωούν, αναζητούν… διά της πλαγίας τα δικά τους wonderkids, είτε πρόκειται για τον Ζίνι είτε για τον Καλοσκάμη.
Όλοι «διψούν» να ανακαλύψουν τον επόμενο Κωστούλα, τον νέο Μουζακίτη, τον επόμενο Κωνσταντέλια, τον νέο Τζίμα, τον καινούργιο Κουλιεράκη. Και το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο της νέας πραγματικότητας είναι η «δίψα» του κόσμου για παραγωγή νέων ταλέντων.
Ποιος να το πίστευε πριν από λίγα χρόνια ότι θα ξεκινούσε προετοιμασία ο Ολυμπιακός και χιλιάδες «ερυθρόλευκοι» φίλαθλοι θα ανυπομονούσαν να δουν στα φιλικά προετοιμασίας τον Πνευμονίδη, τον Λιατσικούρα και όλα τα υπόλοιπα αστέρια των ακαδημιών του Ρέντη, που ετοιμάζονται για το επόμενο μεγάλο βήμα της καριέρας τους. Νέα ήθη και σαφώς πιο υγιής νοοτροπία από όλους μας!
Εφημερίδα Απογευματινή