Οι χαμένες ευκαιρίες του Αλέξη

Ο κ Τσίπρας θα μπορούσε να κάνει επυχημένο rebranding, είτε στο τέλος Ιανουαρίου 2025 είτε τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους είτε μετά τις εκλογές του 2019. Η τωρινή απόπειρα είναι μάλλον βεβιασμένη
10:25 - 15 Ιουλίου 2025

Ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να κάνει επιτυχημένο rebranding, είτε στο τέλος Ιανουαρίου 2015 είτε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είτε μετά τις εκλογές του 2019. Η τέταρτη απόπειρα είναι μάλλον βεβιασμένη

Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία υπάρχουν αρκετά πετυχημένα «rebranding». Επαναλανσάρισμα δηλαδή ενός κόμματος ή ενός πολιτικού με νέο «περιτύλιγμα», αλλά και διαφορετικό περιεχόμενο. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ίσως αυτή των Νέων Εργατικών στη Μ. Βρετανία που, υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ και με το ιδεολογικό περίβλημα του Τρίτου Δρόμου, μετακίνησαν αποφασιστικά το κόμμα προς το κέντρο, το μπόλιασαν με νέες, σύγχρονες ιδέες και προτάσεις και κέρδισαν το 1997 τις εκλογές για πρώτη φορά ύστερα από 23 ολόκληρα χρόνια.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα η Τζόρτζια Μελόνι, με ενεργό δράση στη νεολαία νεοφασιστικού κόμματος στα νιάτα της και ανάλογη πολιτική πορεία στη συνέχεια, προκάλεσε ρίγη ανησυχίας στην Ευρώπη με την εκλογή της στην πρωθυπουργία της Ιταλίας το 2022. Η προσέγγισή της με τις Βρυξέλλες, η υποστήριξη που παρείχε στην Ουκρανία και άλλες πολιτικές επιλογές της και συμπεριφορές την έκαναν γρήγορα αποδεκτή ουσιαστικά από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα ως μια «παραδοσιακή», θα μπορούσε κανείς να πει, Δεξιά πολιτικός.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχτισε μέσα σε δύο δεκαετίες, του ’90 και του ’00, το προφίλ του πολιτικού της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ως μαθητής με τη συμμετοχή στις καταλήψεις, ως φοιτητής με τις πορείες και τις διαδηλώσεις και τις ομιλίες στα αμφιθέατρα, ως νέος με τη συμμετοχή του στη Γένοβα το 2001 και τη γνωστή «Αντισύνοδο», ως νεαρός πολιτικός με την «Ανοιχτή Πόλη» στην Αθήνα και ως ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ με την πρωτοπορία στον λεγόμενο αντιμνημονιακό αγώνα. Αν δεν ήταν οι ιδιαίτερες και πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησαν οι πολιτικές λιτότητας οι οποίες υλοποιήθηκαν με βάση τα δύο πρώτα μνημόνια, πιθανότατα δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην εξουσία. Με τα «αν» βέβαια, δεν γράφεται η Ιστορία.

Ύστερα από 25 χρόνια λοιπόν πολιτικής σταδιοδρομίας -άγουρης στην αρχή, ώριμης στη συνέχεια- στη ριζοσπαστική Αριστερά, ο κ. Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός της χώρας, σε μια δύσκολη και κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Στο τέλος Ιανουαρίου του 2015, παρουσιάστηκε μπροστά του η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για rebranding: Μια απόπειρα για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, είτε με το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου ή με το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη είτε και με τα δύο κόμματα αυτά, στη βάση μιας σκληρής μεν, διαλλακτικής δε, διαπραγμάτευσης με τους δανειστές της χώρας η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει πιο γρήγορα σε ένα πιο ήπιο μνημόνιο από εκείνο που υπεγράφη τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.

Κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε επιλογή τότε για τον κ. Τσίπρα, που επεδίωκε τη σύγκρουση διαρκείας με τους δανειστές, ευελπιστώντας ότι, είτε θα υποχωρήσουν στο τέλος είτε ότι θα εμφανιστεί κάποιος από μηχανής θεός υπό τη μορφή της Κίνας ή της Ρωσίας.

Η δεύτερη μεγάλη ευκαιρία για rebranding παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν οι πολίτες με την ψήφο τους έδωσαν εκ νέου την πρωτιά στον ΣΥΡΙΖΑ, που στο ενδιάμεσο είχε χάσει πολλούς από τους σκληροπυρηνικούς εκπροσώπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μπορούσε πιο εύκολα να επιχειρήσει πολιτικά ανοίγματα. Και τότε υπήρχε η δυνατότητα προσέγγισης με το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά ή με το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη για τη διερεύνηση σχηματισμού μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης. Ωστόσο και πάλι επελέγη ο υπερδεξιός, συντηρητικός εταίρος, στο πρόσωπο του Πάνου Καμμένου και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Ακολουθήθηκε δε, στη συνέχεια μια κάπως μεμψίμοιρη στρατηγική του τύπου «αναγκάζομαι να ψηφίζω και να υλοποιώ τα μέτρα του τρίτου μνημονίου υπό την πίεση των δανειστών», που είναι καλή για ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αλλά όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την οικοδόμηση προφίλ ισχυρού ηγέτη.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην τρίτη και τελευταία μεγάλη ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για rebranding, μετά τις εκλογές του 2019, όταν και βρέθηκε στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Πάνος Καμμένος ήταν πλέον εκτός κάδρου, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάννης Βαρουφάκης είχαν δημιουργήσει τρία μικρά κόμματα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ είχε τετραπλάσιο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ, με 32% έναντι 8%. Ο κ. Τσίπρας μπορούσε κάλλιστα να επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, να φτιάξει ένα κόμμα της σύγχρονης κεντροαριστεράς, με φρέσκιες ιδέες και καινούργια πρόσωπα. Είχε μάλιστα τέσσερα ολόκληρα χρόνια μπροστά του. Δεν το έπραξε. Συνέχισε με τα ίδια στελέχη, την ίδια στρατηγική, με το βλέμμα σταθερά στραμμένο στο παρελθόν όπου αναζητούσε δικαίωση για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα και όχι στο μέλλον, που ενδιέφερε τον περισσότερο κόσμο.

Τρεις ευκαιρίες παρουσιάστηκαν και τρεις ευκαιρίες χάθηκαν. Η τέταρτη δεν υπάρχει, επιδιώκει να τη δημιουργήσει ο ίδιος. Προτάσσοντας την αναθεώρηση της ιστορίας του Ιουλίου του 2015, που συνιστά ακόμα ένα βαρύ τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο και δείχνοντας μια άνευ λόγου βιασύνη, είναι αμφίβολο αν θα το καταφέρει.

Εφημερίδα Απογευματινή