Μεταξύ λογικής και παράνοιας

Οι πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίζονται τις διαμαρτυρίες κατά Ισραηλινών, φαντάζομαι θα έχουν και τις εναλλακτικές απαντήσεις για τις συμμαχίες που έχει ανάγκη η χώρα, αλλά και για την «πληγωμένη» φέτος τουριστική βιομηχανία
11:41 - 30 Ιουλίου 2025

Είναι γνωστό τοις πάσι εντός κι εκτός συνόρων, πως στην Ελλάδα αναζητούμε κάθε λίγο και λιγάκι μια αιτία για να διχαζόμαστε, ανεξαρτήτως αν το αντικείμενο μας αγγίζει άμεσα ή όχι. Εδώ και μερικούς μήνες, ορισμένοι επιχειρούν να χωρίσουν τους Έλληνες σε φασίστες ή μη, ανάλογα με την άποψη, την οποία μπορεί να έχει ο καθένας για το Παλαιστινιακό. Λες και στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν περιθώρια για να προκύψουν στα σοβαρά (αφού με τους μη σώφρονες νόες δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να βγάλεις άκρη) διαφωνίες σχετικά με τη στάση που μπορεί να υιοθετήσει η χώρα, τόσο από ανθρώπινης όσο και από διπλωματικής πλευράς.

Βλέπετε, οι ισορροπίες σε αυτά τα μέτωπα οφείλουν να είναι το βασικό και διαχρονικό ζητούμενο. Ουδείς λοιπόν κανονικά σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να κλείσει αδιάφορα τα μάτια μπροστά σε αυτή την ανθρωπιστική κρίση που εκτυλίσσεται στη Λωρίδα της Γάζας. Μιλάμε για έννοιες που εν έτει 2025 θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτες και οι οποίες όχι μόνο παραβιάζονται, αλλά δημιουργούν εικόνες θλιβερές και ταυτόχρονα απαράδεκτες για το σύνολο του πολιτισμένου κόσμου. Αντιστοίχως ξεκάθαρη είναι η εδώ και χρόνια μόνιμη θέση της Αθήνας περί απόλυτου δικαιώματος του παλαιστινιακού έθνους στην ανεξαρτησία του και την κρατική του υπόσταση.

Την ίδια στιγμή ωστόσο, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να έχουν στην άκρη του μυαλού τους, αλλά και στην πρώτη γραμμή των αναλύσεών τους τον παράγοντα της κρίσιμης γεωστρατηγικής συγκυρίας στην ευρύτερη περιοχή μας και την ανάγκη της διαρκούς σε αυτό το σημείο του πλανήτη υπεράσπισης των εθνικών μας συμφερόντων, ευτυχώς -μέχρι τώρα- διά της διπλωματικής οδού. Πολλώ δε μάλλον, από την ώρα που κανείς σώφρων νους, για να επανέλθουμε και πάλι στο μέτωπο της λογικής σκέψης, δεν έχει κανέναν λόγο να τοποθετεί εαυτόν συλλήβδην απέναντι από το Ισραήλ και γενικότερα φυσικά σε ιστορικό επίπεδο, αλλά και με φόντο τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στη γειτονιά μας.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, είναι σαφές πως το κάδρο της συμμαχίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη για την Ελλάδα, σε μια χρονική περίοδο που βρισκόμαστε δίπλα από μια ζώνη, η οποία φλέγεται κυριολεκτικά και ο ισχυρός εξ ανατολών γείτονας επιχειρεί να επωφεληθεί σε κάθε ευκαιρία, παίζοντας παντός είδους παιχνίδια. Τώρα που -εκτός των άλλων- η χώρα έχει να διαχειριστεί και το νέο μέτωπο από την πλευρά της Λιβύης, είναι προς συζήτηση αν θα πρέπει να συνεχιστεί με κάθε τρόπο αυτή η τριμερής συνεργασία, που είναι ένα πεδίο στο οποίο συνέκλιναν -και πολύ σωστά φυσικά- όλες οι κυβερνήσεις από τον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι και τον Κυριάκο Μητσοτάκη (και τους Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα στο ενδιάμεσο).

Η απάντηση είναι γνωστή και αδιαπραγμάτευτη. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των πολεμικών συγκρούσεων και του διπλωματικού πόκερ που παίζεται σε όλα τα πεδία, ήταν ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών που, λόγω βεβαίως και της σταθερής πια κόντρας με τον Ερντογάν (η επιθυμία του οποίου να εμφανίζεται ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου ήταν ακόμη μια ευκαιρία για μας), ήταν ο μόνος που του υπενθύμισε εδώ και πολύ καιρό πως η Άγκυρα κατέχει παράνομα τα εδάφη της Βόρειας Κύπρου. Αρκεί επίσης να αναρωτηθεί κανείς για τη στάση που υιοθετούν εσχάτως ακόμη και τα ορισμένα ισχυρά κράτη του αραβικού κόσμου, για να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Από αυτό το σκηνικό της λογικής, εξαιρούν εαυτούς εκείνοι που έχοντας τις ιδεοληψίες τους ως οδηγό ζωής και πολιτικής τοποθέτησης κηρύσσουν από μόνοι τους ως… ανεπιθύμητους τους Ισραηλινούς πολίτες στη χώρα, λες και η ελληνική επικράτεια είναι το χωράφι του πατέρα τους. Ακόμη πιο επικίνδυνη και γραφική είναι η στάση εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που τους υπερασπίζονται, επιχειρώντας προφανώς να βρουν πάτημα για την άρθρωση αντιπολιτευτικής ρητορικής.

Φαντάζομαι θα έχουν και τις εναλλακτικές απαντήσεις, τόσο στο κομμάτι των συμμαχιών που έχει ανάγκη η χώρα όσο και σ’ εκείνο της οικονομικής δραστηριότητας και της σημασίας της συγκεκριμένης αγοράς για την «πληγωμένη» φέτος (μετά τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή) τουριστική βιομηχανία.

Ως εκ τούτου, είναι χρέος όλων των υγιών δυνάμεων, πολιτικών και κοινωνικών να απομονώσουν τις φωνές της υστερίας και της εύκολης ιδεοληπτικής προσέγγισης των πραγμάτων, ώστε το στίγμα της Αθήνας ως του πιο αξιόπιστου εταίρου της Δύσης στην περιοχή, να είναι όσο το δυνατόν πιο δυνατό και καθαρό.

Εφημερίδα Απογευματινή