Συναίνεση: µια απαγορευτική συνταγή για το πολιτικό σύστηµα

Ενα από τα πικρά διδάγµατα της περιόδου της βαθιάς κρίσης της περασµένης δεκαετίας ήταν η έλλειψη συναίνεσης και συναντίληψης για τη διαχείρισή της
18:03 - 4 Αυγούστου 2025

Ενα από τα πικρά διδάγµατα της περιόδου της βαθιάς κρίσης της περασµένης δεκαετίας ήταν η έλλειψη συναίνεσης και συναντίληψης για τη διαχείρισή της. Οι συγκλίσεις µεταξύ των κοµµάτων ήταν αντιστρόφως ανάλογες του λαϊκισµού και της τοξικότητας, που βασίλευαν. Την ώρα που σε άλλες χώρες οι οποίες βρέθηκαν αντιµέτωπες µε την κρίση -η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, για παράδειγµα- τα κόµµατα έβρισκαν κοινή βάση συνεννόησης, στην Ελλάδα η κοµµατική ανεπάρκεια οδήγησε σε βαθύ διχασµό την ίδια την κοινωνία.

Οι χώρες αυτές, χάρη στις κοινές πολιτικές που στήριξαν οι βασικές πολιτικές δυνάµεις, βγήκαν νωρίτερα από το τούνελ της κρίσης, σε αντίθεση µε την Ελλάδα. Εδώ, οι διαχωριστικές γραµµές -ας µνηµονεύσουµε απλώς το «µνηµονιακοί εναντίον αντιµνηµονιακών»- µάς επιβάρυναν µε επιπλέον µνηµόνια και στερήσεις και, σίγουρα, µε δραµατική παράταση της κρίσης. Εγινε το πάθηµα, µάθηµα; Πολύ αµφιβάλλουµε, εάν ρίξουµε µια µατιά στα δρώµενα εντός και εκτός Βουλής. Αφήνουµε προς το παρόν στην άκρη το ποιος ευθύνεται για την πόλωση «νέας γενιάς» και µένουµε στο τι συνέπειες έχει η απεµπόληση της συναίνεσης, που σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάµεων εκτιµάται ως τουλάχιστον αχρείαστη, αν όχι επιβλαβής για την αντιµετώπιση των µεγάλων προβληµάτων της χώρας. Η εικόνα των πολιτικών αρχηγών στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο για την Αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας, πριν από µόλις λίγες ηµέρες, έδειξε σε έναν βαθµό το µέγεθος του προβλήµατος.

Η απόσταση µεταξύ των πολιτικών αρχηγών ήταν ορατή διά γυµνού οφθαλµού, οι δε σχετικές δηλώσεις απηχούσαν την ένταση που έχει προηγηθεί εδώ και µήνες στην πολιτική καθηµερινότητα. Αλλά και η διήµερη συζήτηση στη Βουλή, για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ για την εξεταστική και τις προτάσεις για προανακριτική, έδειξε την απουσία κοινής συνιστώσας στην προσέγγιση του προβλήµατος. Η συζήτηση για τη συναίνεση δεν αναιρεί ούτε την ανάγκη πολιτικής αντιπαράθεσης -ακόµα και την πολιτική οξύτητα- ούτε την «παραγραφή» ευθυνών για τα κρίσιµα ζητήµατα. Η ουσία είναι πως δεν διεξάγεται κάποια συζήτηση ουσίας για το τι πρέπει να γίνει, καθώς δεν υπάρχει κοινά αποδεκτό πλαίσιο. Αντίθετα, συχνά τα πραγµατικά προβλήµατα γίνονται η βάση για ένα «κυνήγι µαγισσών», για αµφισβήτηση τόσο της Βουλής όσο και της ∆ικαιοσύνης, για εκατέρωθεν βολές σε ό,τι αφορά τις βαριές ασθένειες της κρατικής µηχανής.

Η έλλειψη συναίνεσης δεν αποτελεί πρόβληµα του αύριο. Εχει επιπτώσεις ακόµα και στο σήµερα. Οι συγκλίσεις για νόµους που αφορούν την καθηµερινότητά µας γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Αποκαλυπτική είναι η έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την κάθετη πτώση της νοµοθετικής συναίνεσης εντός Βουλής. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα, «η µέση νοµοθετική συναίνεση των κοµµάτων της αντιπολίτευσης διαµορφώθηκε στο 12,8%, το χαµηλότερο ποσοστό της περιόδου 2004- 2025. Η χαµηλή αυτή νοµοθετική συναίνεση µπορεί να ερµηνευθεί ως αύξηση της πόλωσης µεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης».

Κατά το δεύτερο έτος της κυβερνητικής θητείας (Ιούλιος 2024 – Ιούλιος 2025) όλα τα κόµµατα της αντιπολίτευσης µετακινήθηκαν σε χαµηλότερη νοµοθετική συναίνεση σε σχέση µε το πρώτο έτος (Ιούλιος 2023 – Ιούλιος 2024). Υπάρχουν ακόµα δύο σηµαντικές διαπιστώσεις στην έρευνα του ΚΕΦΙΜ. Η µία φανερώνει πως όσο τα κόµµατα αποµακρύνονται από το κέντρο του άξονα Αριστεράς – ∆εξιάς τόσο η νοµοθετική συναίνεση καταρρακώνεται. Η ενίσχυση των ακραίων τάσεων, µε άλλα λόγια, ενισχύει τις συγκρουσιακές λογικές. Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει µε τους τοµείς όπου καταγράφονται οι πιο ασθενικές συναινέσεις.

Στη χειρότερη θέση βρίσκονται τα θέµατα της οικονοµικής πολιτικής, µε µόλις το 4,8% των νοµοθετηµάτων να είναι αποτέλεσµα συµφωνίας και της αντιπολίτευσης. Η τάση της τελευταίας διετίας στο νοµοθετικό έργο δεν αποτελεί µια απλή καταγραφή χωρίς συνέπειες όχι µόνο για το παρόν, αλλά και για το µέλλον. Η τάση αυτή δείχνει πως εφεξής θα πορευτούµε προς τις εκλογές σε συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης. Η αντιπολίτευση, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά της κυβερνητικής παράταξης, δεν έχει καµία πρόθεση αναδίπλωσης ή συµβιβασµού στην αντικυβερνητική της γραµµή, που κυρίως αντλεί ενέργεια τόσο από την τραγωδία των Τεµπών όσο και από τις αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της οχυρώνεται σε αναδιπλούµενες γραµµές άµυνας, επιχειρεί αντεπίθεση µε µια θετική ατζέντα µέτρων, αλλά είναι φανερό ότι η πόλωση µε τα αντιπολιτευτικά κόµµατα ανοίγει τον δρόµο στη διολίσθηση, σε ένα ιδιότυπο καθεστώς «µεταρρυθµιστικής κόπωσης». Αν η συναίνεση είναι πλέον µια απαγορευτική συνταγή για το πολιτικό σύστηµα, το ερώτηµα είναι όχι µόνο πώς θα φτάσουµε στις εκλογές αλλά, πρώτον, τι επιπτώσεις θα έχουν στην οικονοµία οι αυξηµένες δόσεις πόλωσης και τοξικότητας και, δεύτερον, πώς είναι δυνατόν µετά τις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, σε περίπτωση µη αυτοδυναµίας της Ν.∆. να υπάρξει έδαφος για συνεννοήσεις και συγκλίσεις, ώστε να κυβερνηθεί ο τόπος. Ακόµα και η πιθανή εµφάνιση νέων κοµµάτων, το φθινόπωρο, θα αποτελέσει πιθανότατα µέρος του προβλήµατος και όχι της λύσης…

Κυριακάτικη Απογευματινή