Κυρίαρχοι κύκλοι στην Ελλάδα της Δεξιάς – Κεντροδεξιάς όσο και της Αριστεράς – Κεντροαριστεράς για σειρά δεκαετιών υπεστήριξαν τον ευρωκεντρισμό έναντι κάθε άλλης οπτικής διεθνούς πολιτικής της χώρας. Το όραμά τους, ασχέτως σύνθεσης κυβερνήσεων και συγκυρίας, επικεντρωνόταν σε μια βαθμηδόν ομόσπονδη Ευρώπη, που θα συνέκλινε, πέρα από το νόμισμα, την οικονομία και το εμπόριο, στα θέματα διεθνούς πολιτικής και κοινής άμυνας-ασφάλειας, με τη συγκρότηση του ευρωστρατού και την αποδυνάμωση των εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι ίδιοι κύκλοι διατηρούσαν την αντίληψη του ευρωατλαντισμού, περιοριστικά μέσα από τη συνέχεια της συμμετοχής και της λειτουργίας του Ατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Κύριοι εκπρόσωποι αυτών των κύκλων, πρώην πρωθυπουργοί, κυρίαρχοι παράγοντες της αντιπολίτευσης, διεθνολόγοι, διπλωμάτες και απόστρατοι των Ενόπλων Δυνάμεων, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και τις πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν, όπως και στα όσα εξελίχθηκαν στην Εγγύς Ανατολή με πρωταγωνιστή το αμυνόμενο στην τζιχάντ Ισραήλ από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και μετά, υποστήριξαν μια «επιτήδεια ουδετερότητα», ασκώντας δριμεία κριτική στις θαρραλέες επιλογές της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.
Στην παρούσα πλέον φάση και ενόψει της εξέλιξης μιας διμερούς, όπως όλα δείχνουν, συνάντησης Τραμπ – Πούτιν, ΗΠΑ – Ρωσίας, στην εμβληματική Αλάσκα και όχι κάπου άλλου στην Εγγύς Ανατολή ή την Ευρώπη, οι εν λόγω δεσπόζοντες στο πολιτικό και διπλωματικό σύστημα ή και κατεστημένο της χώρας θα πρέπει να κάνουν την αυτοκριτική τους και να σκεφθούν εκ νέου τις επίμονες προτάσεις τους. Φυσικά εξαιρούνται από αυτήν την κατηγορία όσοι πολιτικοί, διπλωμάτες, στρατηγοί, διανοούμενοι και αναλυτές πιστεύουν ότι Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να αποτελούν μια γεωπολιτική ενότητα, με την Τουρκία λόγω όγκου και ισχύος να έχει τον κρίσιμο λόγο στους κανόνες του παιχνιδιού που θα ακολουθείται.
Αυτοί είναι λογικό να συνεχίζουν να μιλούν για «ουδετερότητα» ανάλογη με αυτήν που ακολουθεί στα διάφορα μέτωπα η Άγκυρα, ειδικά στο Ουκρανικό ζήτημα, αλλά και να υποστηρίζουν ότι η συμμαχία με το Ισραήλ θα πρέπει να έχει όρια στην κατεύθυνση της στήριξης του σχεδίου για δύο κράτη στη γεωγραφική Παλαιστίνη και για διχοτόμηση της Ιερουσαλήμ.
Η γεωπολιτική ενότητα με την Τουρκία δεν είναι κάτι καινοφανές. Σχετίζεται ούτως ή άλλως με τα δεδομένα του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον τότε διαχωρισμό των ζωνών επιρροής μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, όπου Ελλάδα και Τουρκία κατατάχθηκαν στο δυτικό στρατόπεδο και η διάρθρωση του τότε Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση από τον τίτλο του σχετικά, αναφέρεται στη γεωπολιτική αυτή ενότητα. Η Ελλάδα φυσικά βρισκόταν στους νικητές του πολέμου με μεγάλες θυσίες. Η Τουρκία όχι. Οι μεταπολεμικές συμφωνίες όμως αφορούν το μέλλον του κόσμου και δεν λειτουργούν με τη λογική των πολεμικών αποζημιώσεων.
Στην παρούσα φάση, η επιλογή της Αλάσκας ως τόπου συνάντησης μεταξύ Τραμπ και Πούτιν δεν έχει μόνον αναφορές σε συναλλακτικές αποφάσεις του παρελθόντος. Αλλά και σε έναν καινούργιο παγκόσμιο συσχετισμό, που έχει σχέση με τον Αρκτικό Κύκλο, ο οποίος δεν είναι πλέον τόσο παγωμένος όπως στους προηγούμενους αιώνες, αλλά πολύ περισσότερο λειτουργικός, αποτελώντας Ελ Ντοράντο για τις μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα ή η Ρωσία. Αυτό για τη ναυτική Ελλάδα είναι από τα πλέον σημαντικά δεδομένα που θα πρέπει να αναλύσει και να λάβει υπόψη της.
Η Ελλάδα την τελευταία 15ετία, με τους χειρισμούς, τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις της, άλλοτε διστακτικές ή φοβικές και άλλοτε πιο αποφασιστικές, από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου μέχρι -κυρίως- τη σημερινή διακυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη, έχει μετακινηθεί από μια βαλκανική χώρα σε μια μεσογειακή χώρα. Επίσης έχει επιτύχει παρά την οικονομική της χρεοκοπία να αποτελεί κομβικό παράγοντα από την Ευρώπη στην Εγγύς Ανατολή με ορίζοντα την Ινδία. Οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και αραβικές ηγεσίες τής δίνουν ευχέρεια να είναι αυτόνομος πρωταγωνιστής και όχι γεωπολιτικό υποσύνολο της Τουρκίας στα κρίσιμα νότια περάσματα και στην ανατολική – μεσογειακή κοινότητα που θα προκύψει.
Εφημερίδα Απογευματινή