Η συνάντηση των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην Αλάσκα αποτελεί ήδη το κατώφλι για μια νέα εποχή. Στη νέα αυτή φάση της ιστορίας, στο εποικοδόμημα ισχύος του κόσμου θα βρίσκονται τρεις δυνάμεις: οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία. Το σχήμα θα ήταν πιο ακριβές αν περιγραφόταν ως 2+1 δυνάμεις: οι ΗΠΑ, η Κίνα -το νέο παγκόσμιο δίπολο- και η Ρωσία στη μέση.
Η συνάντηση στη γιγαντιαία αμερικανική στρατιωτική βάση της Αλάσκας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, των ηγετών των δύο υπερδυνάμεων του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου, δεν είχε μόνο συμβολισμούς. Είχε και συνομιλίες που θα προσδώσουν, όπως όλα δείχνουν, περιεχόμενο διεθνούς συσχετισμού σε αυτό το μέλλον που αφορά τουλάχιστον την επόμενη εικοσαετία. ΗΠΑ και Ρωσία, αν παρακολουθήσουμε τις δημόσιες δηλώσεις του ηγέτη του Κρεμλίνου, θα μπορούσαν να συνδέονται μεταξύ τους μέσω του Βόρειου Ωκεανού και της Αρκτικής.
Υπό την έννοια αυτή η Αλάσκα, από πρώτη γραμμή άμυνας των ΗΠΑ σε μια θερμή σύγκρουση με τη Ρωσία, εξελίσσεται στο κρίσιμο γεωγραφικό σημείο που συνδέει τις δύο μεγάλες δυνάμεις. Ουσιαστικά θα μπορούσαν με τη διαδρομή αυτή να παρακαμφθούν ο Ατλαντικός, η Μεσόγειος και η Ευρώπη. Αλλά στο μυαλό του Πούτιν όσο και του Τραμπ το σχέδιο δεν είναι αυτό. Η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται, όπως ήδη έχει διαφανεί, στην επιστροφή της Ρωσίας στην Ευρώπη. Γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη σχηματίζει την Ευρασία και αποτελεί τον κρίσιμο γεωγραφικό χώρο που εμποδίζει την Κίνα να αποκτήσει μέσω Ατλαντικού και Μεσογείου μια παγκόσμια κυριαρχία, με τη γεωπολιτική και στρατηγική έννοια, σε βάρος της Δύσης. Επίσης της δημιουργεί ανάσχεση στο να ελέγξει μια ισχυρή ενιαία αγορά όπως η ευρωπαϊκή.
Για να επιστρέψει η Ρωσία στην Ευρώπη, υπάρχει ένα προαπαιτούμενο. Μια αρχική φάση που θα πρέπει να καλυφθεί. Αυτή εναπόκειται στην ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, που θα σημάνει το τέλος του πολέμου. Η Μόσχα δεν δείχνει σε καμία των περιπτώσεων να παρακολουθεί τους εφιάλτες που προβάλλουν οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, η νέα Αντάντ, που σήμερα πλέον αναφέρεται ως μια «συμμαχία των προθύμων», συγκροτώντας ένα ευρωπαϊκό επί της ουσίας εποικοδόμημα σε μια ενιαία οικονομική, νομισματική και εμπορική οντότητα. Αποτελούμενη από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Η Ρωσία του Πούτιν επιθυμεί να αφήσει πίσω της τον πόλεμο έχοντας διασφαλίσει τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας της επί της ουκρανικής επικράτειας αλλά και σε ολόκληρο τον Καύκασο και να επιστρέψει στην Ευρώπη με τον χαρακτήρα που παραδοσιακά προβάλλει. Της «αυτοκρατορίας του Βορρά».
Με τη διπλωματική και γεωπολιτική εμπειρία της Μόσχας και του φεουδαρχικού τύπου καθεστώτος Πούτιν, είναι δεδομένο ότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει να επιδείξουν ρεαλισμό στο πεδίο. Η Ρωσία στη γεωπολιτική της θεσμική μνήμη λειτουργεί ως μια παγκόσμια δύναμη, που έχει μοιράσει τον κόσμο σε ζώνες επιρροής με την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ Δύση σε προηγούμενη φάση της ιστορίας. Αυτήν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που αποτέλεσε μια ρεβάνς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχει διαφορετικά δεδομένα.
Η Ρωσία είναι φανερό ότι επιστρέφει σε αυτά τα δεδομένα μέσα από τη συνάντηση και τις απευθείας συζητήσεις που έχει, και πάντα επιδίωκε να έχει, με την Ουάσινγκτον και όχι με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Γαλλία, η Βρετανία και μέχρι κάποιον βαθμό η Γερμανία αποτελούν, στη βάση της ιστορίας τους και της μόνιμης θεώρησής τους για τη γεωπολιτική και την οικονομική ισχύ, αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η Ρωσία ούτε τις εμπιστεύεται ούτε τις προτιμά ως συνέταιρους στον νέο παγκόσμιο συνεταιρισμό ισχύος. Τουλάχιστον στην εποχή Πούτιν. Έτσι τις αντιμετωπίζει ως περιφερειακές δυνάμεις στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, επιθυμώντας να ορίσει τα όριά τους, μέσα από τη σχέση της με τις ηγεμονικές ΗΠΑ και τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Στην ίδια λογική και στρατηγική κινείται και η Ουάσινγκτον της εποχής Τραμπ. Το παίγνιο μόλις ξεκίνησε και είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε για κερδισμένους και χαμένους.
Εφημερίδα Απογευματινή