Ο πρώην πρωθυπουργός και επικεφαλής της Αριστεράς που ανέλαβε ευθύνες διακυβέρνησης κ. Τσίπρας παραχώρησε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στη συντηρητική γαλλική εφημερίδα «Le Monde». Πέραν του αν συμφωνεί ή όχι κανείς με τις προσεγγίσεις του, αξίζει να μείνουμε στο πολιτικό ύφος που χρησιμοποιεί για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αυτούς που κυβέρνησαν πριν από τον ίδιο, αλλά και για τα έργα και τις ημέρες της διακυβέρνησης από το 2019 και μετά, του κ. Μητσοτάκη. Είναι ύφος πολιτισμένο, κόσμιο, αξιοπρεπές και θεσμικά άρτιο. Μπορεί να πει κανείς: Είναι λογικό. Δίνει συνέντευξη σε μία από τις πλέον έγκριτες και σοβαρές εφημερίδες της Γαλλίας. Όμως τελικά το μέσον δεν σημαίνει πολλά. Το σημαντικό είναι το πώς εκφράζονται οι πολιτικοί, ειδικά εκείνοι που δεν εκπροσωπούν την κοινωνία ή προΐστανται περιθωριακών πολιτικών ομάδων και κινημάτων, και πώς επηρεάζουν το κλίμα διαλόγου και εξέλιξης της ενεργού δημοκρατίας στη χώρα μας.
Από τη δεκαετία του 1980 ή και παλιότερα, πριν από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967, έχει μείνει στην αντιπαράθεση στο πολιτικό σκηνικό, ασχέτως συγκυρίας, ένας βαρβαρισμός στον πολιτικό λόγο και διάλογο, που συνίσταται στην «πολιτική της ατάκας». Στην «επικοινωνιακή στρατηγική της ατάκας». Τι είναι αυτή; Μιλούν οι πολιτικοί και οι ηγεσίες των κομμάτων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με αφορισμούς και συνθήματα. Λένε κάτι γρήγορο, ακραίο και κατά τη γνώμη τους εντυπωσιακό, σε χρόνους που δίνουν τίτλο ή χωρούν σε ένα «on» στα δελτία ειδήσεων των media. Επειδή κοντά στην ατάκα δεν ακούγονται συνήθως άλλες πολιτικές πιο πλήρεις σε σκεπτικό και μεστές σε οπτικές και επιχειρήματα, η καθημερινότητα της δημοκρατίας μας έχει περιπέσει εδώ και δεκαετίες σε μια περιδίνηση βαρβαρότητας. Το επίπεδο μιας δημοκρατίας στην πράξη σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που οι πολιτικές ηγεσίες μιλούν μεταξύ τους ή οι ανακοινώσεις των κομμάτων σχολιάζουν ζητήματα αιχμής. Όσο πιο πολιτισμένη είναι μια δημοκρατία στο ρηματικό της πεδίο, τόσο πιο ώριμη και επιδοκιμαστική λειτουργικά.
Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, που ο κάθε πολίτης νιώθει στο πληκτρολόγιό του κυρίαρχος του σύμπαντος και «φωτισμένη» φωνή μέσα σε ένα «άπαν» απαξιωμένο, η τοξικότητα της ατάκας και του εντυπωσιασμού γιγαντώθηκε. Έγινε το έρεβος που τόσο στο πολιτικό προσκήνιο όσο και στον καθημερινό διάλογο μέσω διαδικτύου απαξιώνει κάθε έννοια δημοκρατίας και αλληλοσεβασμού.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν ανήκουν στις μεγάλες σε όγκο πολυμερείς κοινωνίες κεντρικών δυνάμεων στη Δύση ή πολύ περισσότερο στις αχανείς της Ασίας, η ποιότητα αλλά και η λειτουργία της δημοκρατίας αποτελούν τη βάση της ισχύος και της συνοχής τους. Η εικόνα αλλά και το προφίλ της Ελλάδας ως κρατικής και κοινωνικής υπόστασης σχετίζεται άμεσα με το πώς μιλάμε μεταξύ μας σε όλα τα επίπεδα.
Η πολιτική στην Ελλάδα παραδοσιακά διδάσκει εχθροπάθεια. Δεν υπάρχει διαλεκτική, φιλοσοφία, εγκράτεια, ρητορική, σεβασμός, ανοχή, περίσκεψη. Υπάρχει δομική αλλοτρίωση εξαιτίας της μονομέρειας της πολιτικής κερδοσκοπίας. Αλλά από αυτό δεν κερδίζει κανείς. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση, ούτε η κοινωνία των πολιτών. Το έθνος. Και αν για πολλούς το έθνος είναι μια ξεπερασμένη και κατασκευασμένη έννοια, η δημοκρατία παραμένει ο κοινός μας τόπος.
Επειδή βρισκόμαστε παγκοσμίως σε μια φάση μετάβασης της ιστορίας και αναλογιζόμενοι ότι την προηγούμενη τέτοια συγκυρία του 1988-1994 (τέλος Ψυχρού Πολέμου, νέα Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου) τη χάσαμε αφημένοι στην εσωτερική μας βαρβαρότητα και καιροσκοπισμό, με πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις καταστροφής για τη χώρα την επόμενη αυτής εικοσαετία, ας μπούμε σε ένα άλλο περιβάλλον. Περισσότερο πολιτισμένο και ουσιαστικά ανεκτικό. Εν αρχή είναι ο Λόγος, λοιπόν…
Εφημερίδα Απογευματινή