∆ύο χρόνια δρόµος. Ετσι θα πάµε στις εκλογές;

Σήµερα, οι εκτιµήσεις της κυβέρνησης και των βασικών κοµµάτων της αντιπολίτευσης, για κορυφαία θέµατα, απέχουν µεταξύ τους παρασάγγας
15:00 - 1 Σεπτεμβρίου 2025

Παγκόσµια Ηµέρα Συµφιλίωσης ήταν η περασµένη ∆ευτέρα 25 Αυγούστου και η «Φίνος Φιλµ» κυκλοφόρησε ένα βίντεο, µε την υπόµνηση πως, αφού τα βρήκαν οι Φουρτουνάκηδες µε τους Βροντάκηδες, τότε όλα γίνονται. Ε, όχι και όλα!

Την ίδια µέρα, µε µια µατιά, οι πρώτες ανακοινώσεις της κυβέρνησης και των κοµµάτων της αντιπολίτευσης, µετά τη ραστώνη του ∆εκαπενταύγουστου, έδωσαν µια γεύση πολεµικής αναµέτρησης, ενόψει µάλιστα της ∆ιεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Ανακοινώσεις επί ανακοινώσεων επί παντός του επιστητού, από το δράµα στη Μέση Ανατολή, τα οικονοµικά µεγέθη και την ακρίβεια έως το επίδοµα στους πυροσβέστες. Σε αντίθεση µε το πνεύµα της ηµέρας, το πολιτικό σκηνικό εγκαινίαζε ακόµα µία… Ηµέρα Πολιτικής Αντιπαράθεσης. Ας σηµειώσουµε πως µπαίνουµε στον Σεπτέµβριο και, µε βάση τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, οι εκλογές θα γίνουν σε δύο χρόνια από τώρα. Το ερώτηµα είναι πως, αν σήµερα βιώνουµε µια περαιτέρω κλιµάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης, µε όρους σκληρής κόντρας και τοξικότητας, πώς θα πορευτεί η χώρα -προσοχή, όχι η κυβέρνηση ή τα κόµµατα, αλλά η χώρα- για δύο ολόκληρα χρόνια;

Προβλήµατα υπάρχουν, και µάλιστα σοβαρά. Η κυβέρνηση οχυρώνεται για την αντιµετώπιση της αντιπολιτευτικής σφοδρής κριτικής και επιχειρεί να βγει από τη δύσκολη θέση (Τέµπη, ΟΠΕΚΕΠΕ) µε µια επανεκκίνηση, αρχής γενοµένης από τις εξαγγελίες στη ∆ΕΘ. Το ΠΑΣΟΚ κλιµακώνει τις επιθέσεις του κατά της κυβέρνησης, στρέφοντας την κριτική του σε θ µατα οικονοµίας και εµφανίζοντας µια χώρα σε
κατάρρευση. Ανοίγει ταυτόχρονα µέτωπο κατά των κοµµάτων της Αριστεράς, στον χώρο της οποίας συγκρούονται ήδη υπογείως το υπαρξιακό δράµα του ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές φιλοδοξίες του βουλευτή του κόµµατος, Αλέξη Τσίπρα. ∆ύο κόµµατα στα αντίθετα του πολιτικού φάσµατος, η Πλεύση Ελευθερίας και η Ελληνική Λύση, δεν υπολείπονται σε εκρήξεις κριτικής, µε αντικυβερνητικό, και όχι µόνο, περιεχόµενο.

Τι είναι, όµως, αυτό που προκαλεί οξύτητα, για την οποία λίγοι σήµερα µπορούν να προβλέψουν ποιες θα είναι οι παρενέργειές της; Ασφαλώς, έχουµε να κάνουµε µε µια σύνθετη πραγµατικότητα, γεµάτη αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον διεθνή περίγυρο. Θα µπορούσε, όµως, αυτό να γίνει η βάση για µια συναινετική πορεία, έστω σε βασικά και κρίσιµα θέµατα, που να αποτελούσε ταυτόχρονα το πλαίσιο για ένα «παραγωγικό» πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης; Οπως είναι τα πράγµατα, πρόκειται για ερώτηµα επιστηµονικής φαντασίας… Θα έλεγε κανείς ότι η τροµακτική εµπειρία τηςτοξικότητας και του λαϊκισµού, την περίοδο της µεγάλης κρίσης και της χρεοκοπίας, που παράτεινε δραµατικά την υπέρβασή της -σε αντίθεση µε άλλες χώρες-, σαν να πέρασε και να µην άφησε ίχνη πίσω της.

Σήµερα, οι εκτιµήσεις της κυβέρνησης και των βασικών κοµµάτων της αντιπολίτευσης, για κορυφαία θέµατα, απέχουν µεταξύ τους παρασάγγας. Ας δούµε µόνο τρεις περιπτώσεις, για το λόγου το αληθές. Στο ερώτηµα «πού πάει η χώρα;», η µεν κυβέρνηση εκτιµά ότι, παρά τα προβλήµατα, η χώρα αναπτύσσεται, η οικονοµία πάει καλά -παρά την ακρίβεια και τον πληθωρισµό-, τα πλεονάσµατα αφήνουν χώρο για παροχές και πρόσθετα µέτρα, υπάρχει µια αίσθηση σταθερότητας σε έναν αβέβαιο κόσµο, τα όποια προβλήµατα είναι αντιµετωπίσιµα, τις ανοιχτές πληγές διαχειρίζεται η ∆ικαιοσύνη. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ -ως κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης στη Βουλή- εκτιµά πως η χώρα πάει από το κακό στο χειρότερο, η οικονοµία παραπαίει, η ακρίβεια είναι απότοκος της κυβερνητικής πολιτικής, τα πλεονάσµατα είναι αποτέλεσµα υπερφορολόγησης και αξιοποιούνται από την κυβέρνηση για επικοινωνιακούς λόγους, τα σκάνδαλα πνίγουν την κυβέρνηση. Από κοντά, µε σκληρότερη φρασεολογία, ο ΣΥΡΙΖΑ -που µιλά για «καθεστώς Μητσοτάκη»- αλλά και τα µικρότερα κόµµατα της αντιπολίτευσης.

Στα εθνικά θέµατα -εκεί όπου ίσως κάποιος θα περίµενε προσεγγίσεις, καθώς οι διεθνείς εξελίξεις µοιάζουν απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες- έχουµε την ίδια, αβυσσαλέα εικόνα απόκλισης. Από τη µια, η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για ενδοτισµό, υποχωρητική στάση, κακούς χειρισµούς- από τη Μονή Σινά µέχρι το τουρκολιβυκό σύµφωνο-, αναιµική παρουσία στους διεθνείς οργανισµούς σε ό,τι αφορά στην κρίση στη Μέση Ανατολή, υποχωρητικότητα στην Αγκυρα. Από την άλλη, η κυβέρνηση αποκρούει την κριτική, αντιτείνοντας ότι οι σύνθετες πραγµατικότητες που διαµορφώνονται απαιτούν προσεκτικούς χειρισµούς, που δεν συνιστούν υποχωρητικότητα, ότι η χώρα κρατά τις αναγκαίες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, ότι είναι υπολογίσιµη πλέον δύναµη στην Ευρώπη και στον ΟΗΕ. Βαθύ το χάσµα και για το µεταναστευτικό, µε την κυβέρνηση να υπερασπίζεται τα σκληρά µέτρα που πήρε πρόσφατα και προωθεί άµεσα µε σχετική νοµοθετική ρύθµιση και την αντιπολίτευση να κραυγάζει για καταφανείς παραβιάσεις των διεθνών συνθηκών, συγγενείς µε τις πρακτικές της ακροδεξιάς…

Τίποτα δεν προµηνύει ότι αυτές οι διαµετρικά αντίθετες προσεγγίσεις της ελληνικής πραγµατικότητας από τις πολιτικές δυνάµεις θα αµβλυνθούν. Αντίθετα, η ∆ΕΘ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το κατώφλι για το πέρασµα σε µια οξύτερη φάση πολιτικής σύγκρουσης, που αφήνει χώρο για σκέψεις ότι η χώρα µπορεί να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές, δίνει τροφή για συζητήσεις αναθεώρησης του εκλογικού νόµου και ελπίδες σε πρώην να επιστρέψουν µε ταχύρρυθµες διαδικασίες…

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»

Τελευταία άρθρα στη κατηγορία Άρθρα