Η σημερινή συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να είναι σε περιεχόμενο και κλίμα ανάλογη με προηγούμενες συναντήσεις κορυφής στην Ελλάδα ή την Τουρκία αντίστοιχα. Και αυτό επειδή βαραίνει πάνω της το περιβάλλον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που εξελίσσεται και έχει στο επίκεντρο τα θέματα της Γάζας. Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικό λόγο. Ο Τούρκος πρόεδρος σε αντίθεση με τον Έλληνα πρωθυπουργό έχει πολύ σοβαρές αιτίες να νιώθει πιο αγχωμένος αφού σε 48 ώρες περίπου έχει να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, με πολύ υψηλές προσδοκίες. Δεν μπορεί λοιπόν να εμφανισθεί στη δεύτερη αυτή συνάντηση χωρίς να έχει συμφωνήσει τουλάχιστον σε μια αρχή με τον κ. Μητσοτάκη: στο «μη πόλεμος», για να θυμηθούμε μια ιστορική διατύπωση της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου, που αν και ξένισε τότε με την πρωτοτυπία της μπορεί να περιγράψει άριστα τη σημερινή ατμόσφαιρα στις διμερείς σχέσεις.
Ελλάδα και Τουρκία είναι ευθέως ανταγωνιστικές μεταξύ τους σε πολλές στρατηγικές και συμφέροντα. Αλλά σε καμία περίπτωση στο εκρηκτικό και ταυτόχρονα ασταθές διεθνές περιβάλλον δεν μπορούν να εμφανίζονται στην αμερικανική πρωτεύουσα, πολύ περισσότερο στον Λευκό Οίκο, ο πρώτος σε ραντεβού με τον πρόεδρο και ο δεύτερος στην πιο κοινωνική αλλά σημαντική δεξίωση της προεδρίας ή εκείνης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ σε εμπόλεμη κατάσταση. Για τον απλό λόγο ότι και οι δύο χώρες είναι μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας αλλά το σπουδαιότερο, δεν μπορούν να συγκρουστούν στην εποχή Τραμπ όταν στην ατζέντα του με τον Ερντογάν έχει μεταξύ των άλλων παρέμβαση για μη εμπλοκή στο στρατιωτικό επίπεδο στην Εγγύς Ανατολή και εδικά στο πεδίο της Μεσοποταμίας ή του Κουρδιστάν Ισραήλ – Τουρκίας.
Υπό την έννοια αυτή ο πρόεδρος Ερντογάν και το διπλωματικό επιτελείο του έχουν κάθε λόγο να παρακάμψουν πολεμικά την Ελλάδα διατηρώντας τη μεταξύ μας αντιπαράθεση στα κλασικά ζητήματα της χάραξης των ΑΟΖ και των δικαιωμάτων των ελληνικών νησιών του Αιγαίου σε προβλεπτή ένταση.
Πέραν της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, ό,τι κι αν συζητηθεί ή ανακοινωθεί, η Άγκυρα διαθέτει κάποιον χρόνο μέχρι να απεμπλακούν οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ από τις επιχειρήσεις στην πόλη της Γάζας ώστε να δημιουργήσει δεδομένα στη Λιβύη ή την Αίγυπτο που να την ευνοούν ενεργειακά ή στρατιωτικά, διότι στη συνέχεια η Ιερουσαλήμ δείχνει πολύ έτοιμη να πλήξει τουρκικά συμφέροντα στην Κύπρο και τη Μεσοποταμία – Κουρδιστάν. Η Άγκυρα μπορεί να έχει όγκο δυνάμεων και πολεμική βιομηχανία αλλά δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε δύο διαφορετικά πεδία. Το ηπειρωτικό της Μέσης Ανατολής και το θαλάσσιο της Μεσογείου, με διαφορετικούς μάλιστα δρώντες -ένας από αυτούς το Ισραήλ- που διαπλέκονται στενά μεταξύ τους μέσα από τα διπλωματικά και γεωπολιτικά τρίγωνα και πολυεπίπεδες συμφωνίες.
Η συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν που θα ακολουθήσει αυτήν με τον Έλληνα πρωθυπουργό έχει συναλλακτικό -επί της ουσίας- βάθος. Προέκυψε μετά τις επαφές προετοιμασίας στην Τουρκία από τον υιό Τραμπ και έχει δημοσιοποιημένη ατζέντα και άρωμα που ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος έχει προκαταλάβει με ανάρτησή του στο διαδίκτυο. Εκατοντάδες πολιτικά αεροπλάνα της Boeing, δεκάδες μαχητικά F-16 της Lockheed Martin και αρχικές συζητήσεις για επιστροφή στο πρόγραμμα F-35, κατασκευής της τελευταίας. Όσο όμως η Άγκυρα χαρακτηρίζει τη Χαμάς «εμπροσθοφυλακή της Τουρκίας» και οραματίζεται ισλαμική επέλαση στην Ιερουσαλήμ, η ένταση είναι μπροστά και δεν αφορά την Ελλάδα με τους τακτοποιημένους λογαριασμούς της, όπως όλα δείχνουν, στην Ουάσινγκτον ακόμη και χωρίς συνάντηση κορυφής στο οβάλ γραφείο ή με τη νέα πρέσβη Κίμπερλι Γκιλφόιλ στον δρόμο για την ανάληψη των καθηκόντων της στην Αθήνα, σε μια πρεσβεία όμως με σύνθεση που υπόσχεται πολλά για την επόμενη τριετία.
Εφημερίδα Απογευματινή