Πρώτα η αναγνώριση: Το δημογραφικό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα και η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Την περσινή χρονιά, το 2024 δηλαδή, τα στοιχεία από τις εγγραφές στα δημοτολόγια δείχνουν ότι γεννήθηκαν στη χώρα μόλις 62.624 παιδιά Ελλήνων πολιτών, ενώ οι θάνατοι ήταν 125.423. Για να βρούμε χρονιά που οι γεννήσεις υπερτερούν αριθμητικά των θανάτων, έστω και οριακά, πρέπει να πάμε πάνω από 15 χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στο 2009, με 107.223 γεννήσεις έναντι 107.179 θανάτων. Το 2010, στην πρώτη τάξη του Δημοτικού είχαμε σε όλη την επικράτεια περίπου 100.000 μαθητές Έλληνες και 15.000 αλλοδαπούς, ενώ φέτος στην ίδια τάξη ξεκίνησαν να φοιτούν λιγότερα από 70.000 παιδιά ελληνικής ιθαγένειας και λιγότερα από 10.000 παιδιά είναι τα πρωτάκια με αλλοδαπή ιθαγένεια. Το 2050 (που απέχει από τη σημερινή ημέρα όσο και το 2000) θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο πληθυσμός της χώρας θα έχει πέσει κάτω από τα 9.000.000.
Οι διαστάσεις του προβλήματος είναι πολλές και διαφορετικές. Ενώ σκεφτόμαστε κυρίως την κοινωνική και την εθνική, σε συζήτηση στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο Economist Government Roundtable (που είχα την τιμή να συντονίσω), ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, έκανε ξεχωριστή αναφορά στις «αρνητικές δημογραφικές προοπτικές» ως παράγοντα κινδύνου για την ελληνική οικονομία. Λίγες εβδομάδες αργότερα -και συγκεκριμένα την περασμένη Παρασκευή- ήρθε ο οίκος Moody’s να διατηρήσει την αξιολόγηση Baa3 για το ελληνικό αξιόχρεο, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις θα δημιουργήσουν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, εγχώριοι και ξένοι επιχειρηματίες και επενδυτές διαπιστώνουν κάτι εύλογο: Με την εξέλιξη που έχει το δημογραφικό στη χώρα μας, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν εργαζόμενοι να καλύψουν όλες τις ανάγκες της αγοράς (ήδη εξάλλου δεν υπάρχουν) αλλά ούτε και ικανός αριθμός καταναλωτών για να αγοράσει προϊόντα ή υπηρεσίες που να δικαιολογούν την επένδυση της αντίστοιχης εταιρείας στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση εκπόνησε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημογραφία και την Οικογένεια, με δεκαετή ορίζοντα εφαρμογής και πάνω από εκατό δράσεις συνολικά, που έχει ξεκινήσει από την αρχή του έτους να υλοποιείται. Παράλληλα, από το βήμα της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε μέτρα στην κατεύθυνση της αναστροφής του φαινομένου της διαρκούς μείωσης των γεννήσεων στη χώρα, δίνοντας έμφαση σε φορολογικές ελαφρύνσεις για οικογένειες με παιδιά και μάλιστα ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στις πολύτεκνες οικογένειες.
Όλα αυτά τα μέτρα που λαμβάνονται είναι χρήσιμα. Σαφώς χρειάζεται να είναι πιο χαμηλά τα φορολογικά βάρη για τις πολύτεκνες οικογένειες, αλλά και να έχουν προνομιακή στεγαστική μέριμνα. Σαφώς είναι απαραίτητο να υπάρχουν παντού, σε όλη την επικράτεια, οργανωμένοι βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί, με μεγάλους και ποιοτικούς χώρους, καθώς και να διευρυνθούν τα ολοήμερα σχολεία. Σαφώς πρέπει να στηρίζεται με κάθε τρόπο η νέα μητέρα, αλλά και να διευκολύνεται να επιστρέψει εν καιρώ στην εργασία της, χωρίς να έχει επηρεαστεί η επαγγελματική της εξέλιξη.
Ακόμα και αν όλα τα προαναφερθέντα μέτρα υλοποιηθούν ωστόσο, κάτι που βέβαια απαιτεί χρόνο και σημαντικές δαπάνες, το πρόβλημα μπορεί να μετριαστεί, αλλά θα εξακολουθεί να υπάρχει και να είναι σοβαρό. Κι αυτό γιατί είναι πλέον ένα πρόβλημα (και) πολιτισμικό. Με πατριωτικές κραυγές και παρελθοντολογικές κορόνες, που ακούγονται από διάφορα κόμματα και πολιτικούς -και πολλές φορές δυστυχώς δίνουν τον τόνο- σίγουρα δεν λύνεται. Δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του ’60 ούτε του ’70: Οι γυναίκες διεκδικούν -και δικαίως- ισότιμη πρόσβαση στην εργασία και ισότιμες ευκαιρίες στην επαγγελματική ανέλιξη. Ο χρόνος για να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τρία και τέσσερα παιδιά, ακόμα και με τη μεγαλύτερη βοήθεια του συζύγου, δεν υπάρχει, ιδίως για εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα και αυτοαπασχολούμενες.
Τα αγόρια και κορίτσια που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90 και πια είναι λίγο κάτω ή λίγο πάνω από 30 ετών, κατά κανόνα πέρασαν μια καλύτερη εφηβική και νεανική ζωή από τους γονείς τους: Έκαναν διακοπές σε νησιά, ταξίδια στο εξωτερικό, έβγαιναν πιο συχνά σε μπαρ, εστιατόρια και ταβέρνες. Όχι όλοι φυσικά, ούτε καν οι περισσότεροι – αλλά πολλοί. Και αυτό τον τρόπο ζωής θέλουν αρκετοί εξ αυτών να τον διατηρήσουν, κάτι που εκτιμούν ότι δεν είναι εφικτό με δύο ή τρία παιδιά. Ορισμένοι επιλέγουν να μην κάνουν κανένα παιδί και να διάγουν έναν πιο ευχάριστο -όπως τον νιώθουν και τον αντιλαμβάνονται- βίο. Είναι χιλιάδες πλέον τα παραδείγματα στην ελληνική κοινωνία ζευγαριών με εξαψήφια ετήσια εισοδήματα που συνειδητά δεν προχωρούν να μεγαλώσουν την οικογένειά τους.
Πριν από μερικούς μήνες, ο «Economist» κυκλοφόρησε με κεντρικό πρωτοσέλιδο τίτλο «Μετρητά για παιδιά» (Cash for kids): Γιατί οι πολιτικές ενίσχυσης των ποσοστών γεννήσεων δεν λειτουργούν». Σε αναλυτικό ρεπορτάζ εξηγούσε γιατί ειδικά στον δυτικό κόσμο (αλλά και αλλού, όπως π.χ. στη Νότια Κορέα), ακόμα και τα πιο γενναιόδωρα προγράμματα αντιμετώπισης του δημογραφικού δεν φέρνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Υπολογίζει μάλιστα ότι σε χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία, κάθε έξτρα γέννηση παιδιού -που γίνεται δηλαδή χάρη στα προγράμματα κρατικής στήριξης και ενίσχυσης- κοστίζει στην πραγματικότητα στο Δημόσιο από ένα έως δύο εκατομμύρια δολάρια!
Να κάνουν όλοι, κυβέρνηση, δήμοι, περιφέρειες, επιχειρήσεις, ό,τι περνά από το χέρι τους για να βοηθήσουν και να στηρίξουν τα ζευγάρια που θέλουν να κάνουν παιδιά και για να ενισχύσουν αυτά που ήδη έχουν. Αλλά ας έχουν όλοι υπόψιν ότι το δημογραφικό είναι ένα πρόβλημα που πιθανώς να μην έχει λύση στον ορατό ορίζοντα.
Εφημερίδα Απογευματινή