Οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χ. Φιντάν, ελάχιστες ώρες πριν κριθεί το τέλος των επιχειρήσεων στη Γάζα και ο αφοπλισμός της Χαμάς δεν είναι τυχαίες τόσο ως προς τον χρόνο που έγιναν όσο και ως προς το περιεχόμενό τους. Ουσιαστικά η τουρκική διπλωματία δηλώνει ότι θεωρεί ως ζήτημα εθνικής ασφαλείας το πώς διαρθρώνονται συμμαχίες -ορατές ή αόρατες- των άλλων της περιοχής. Υπό την έννοια αυτή, θυμίζει ότι όπου η διπλωματία δεν πετυχαίνει τα αποτελέσματα που επιθυμεί η Άγκυρα, μπορεί να επιλεγούν και τα στρατιωτικά μέσα για τη διακοπή τέτοιων συμμαχιών.
Πέραν της εμπλοκής στις κινήσεις άλλων χωρών με τη λογική του βέτο, η Τουρκία μιλά για έναν πόλεμο εναντίον όλων. Γιατί στην πραγματικότητα οι δηλώσεις-απειλές αυτές δεν απευθύνονται μόνον εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά βρίσκονται και απέναντι στις επιλογές και τις κινήσεις φυσικά του Ισραήλ αλλά και των Αράβων. Της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.
Ο Χ. Φιντάν θέλησε να υπογραμμίσει τη σημασία της συμμετοχής της Τουρκίας στη συνάντηση στην Ουάσιγκτον υπό την προεδρία Τραμπ των αραβικών και μουσουλμανικών ηγεσιών για την επόμενη ημέρα στη Γάζα. Χωρίς αιδώ, μάλιστα, μιλώντας για τη σημασία της παρουσίας Ερντογάν σε αυτήν -γεγονός που αποδέχεται εκ των πραγμάτων ο πρόεδρος Τραμπ και η αμερικανική διπλωματία, αφού τοποθέτησε τον πρόεδρο της Τουρκίας δίπλα του στην κορυφή του τραπεζιού-, προβάλλει τη στενή σχέση της Άγκυρας και των υπηρεσιών της με την τρομοκρατική οργάνωση της Χαμάς στη Γάζα. Έτσι όμως η Τουρκία εμφανίζεται πλέον, και μιλώντας για την επόμενη ημέρα, να έχει πάρει τη θέση του Ιράν στην ηγεσία του περιώνυμου «άξονα της αντίστασης» για την ίδρυση χαλιφάτων και δορυφόρων της τζιχάντ, κάτι που μπορεί να έχει μεγάλο κόστος γι’ αυτήν, έστω κι αν διατηρεί έναν από τους μεγαλύτερους σε όγκο και δυνατότητες στρατούς σε δύο γεωπολιτικές περιοχές: αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου και εκείνη της Δυτικής Ασίας.
Είναι φανερό ότι η Τουρκία φοβάται την εξέλιξη των «συμμαχιών του Αβραάμ» και πολύ περισσότερο τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και Αιγύπτου. Στην τρόικα μάλιστα Αθήνας – Λευκωσίας – Ιερουσαλήμ προστίθεται η Ουάσινγκτον, τόσο της περιόδου Μπάιντεν όσο και της σημερινής Τραμπ. Ταυτόχρονα η Τουρκία δείχνει αισθητά ανήσυχη εξαιτίας της έντονης μεσολάβησης της Αιγύπτου και του Κατάρ για την επιστροφή των ομήρων και το τέλος των εχθροπραξιών στη Γάζα από την πλευρά του Ισραήλ. Η πρακτικότητα αυτή την περιορίζει ως προς τη φιλοδοξία του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας και όχι μόνον του Τ. Ερντογάν να ηγηθούν των δυνάμεων του Ισλάμ εισβάλλοντας ως νέοι Σαλαντίν και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας την ευθύνη της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, όπως σε μια πρώτη φάση συνέβη με τη Συρία και τη Δαμασκό. Επίσης ενοχλεί το γεγονός ότι η επόμενη ημέρα στη Γάζα χωρίς τη Χαμάς ορίζεται από τους Άραβες, στον συντονισμό που έχουν αποκτήσει και αποκτούν όλο και περισσότερο με τους Αμερικανούς.
Η Τουρκία -και καλά κάνει- νιώθει ξένη και όχι απομονωμένη από μια όλο και πιο ισχυρή σύγκλιση μεταξύ Ελλήνων από την πλευρά της Νοτίου Ευρώπης, Αράβων στη Μεσόγειο και την Ανατολή μέχρι τον Ινδικό, και Ισραηλινών Εβραίων, υπό την αιγίδα της Ουάσινγκτον. Αν όλοι αυτοί συμφωνήσουν για παράδειγμα στην εξέλιξη συμφωνιών συνέργειας και ανάπτυξης τύπου «Αβραάμ» αλλά και του οράματος του Μπιν Σαλμάν «Vision 2030», που είναι συμβατό εκτός των άλλων με την αμερικανική θεώρηση πραγμάτων της «πίσω αυλής» του Λευκού Οίκου, τότε η Τουρκία θα παραμείνει ογκώδης αλλά όχι αυτοκρατορικά κυρίαρχη στην περιοχή όπως φιλοδοξεί.
Το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, μεταξύ των άλλων, από την Κοπεγχάγη όρισε ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE την άρση του casus belli αλλά και την ακύρωση «γκρίζων» ζωνών στο Αιγαίο είναι μια ανάμνηση από το μέλλον που σε κάθε περίπτωση επιλέγει να καταργήσει η Τουρκία.
Εφημερίδα Απογευματινή