Με δεδομένο ότι στην παρούσα φάση η ευρωπαϊκή οντότητα αντιμετωπίζει στρατηγικά διλήμματα ή και αδιέξοδα, χρειάζεται τη Γαλλία με την κοινοτική κουλτούρα και τη διπλωματική εμπειρία της στο πέρασμα των αιώνων για να βρει τον δρόμο για την εξέλιξή της. Η Γαλλία όμως δεν μπορεί να βοηθήσει και να στηρίξει το ευρωπαϊκό όνειρο. Γιατί η ίδια η Γαλλία βρίσκεται σε μια απίστευτη πολιτική, πολιτειακής έντασης, περιδίνηση. Μάλιστα, μέχρι κάποιου βαθμού η Ευρώπη και η Γαλλία ακολουθούν παρόμοιες διαδρομές προς μια παρακμή του θεσμικού πλαισίου τους και του κύρους τους.
Στις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, διαδοχικές είναι οι προτάσεις μομφής από την πλευρά του Ευρωκοινοβουλίου σε βάρος της επικεφαλής της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν. Αλλά ηχηρή και η απουσία της ή η αμηχανία της Ευρώπης από τα μέτωπα του πολέμου και της έντασης στη γειτονιά της είτε αυτή λογίζεται στον Βορρά είτε στον Νότο της. Η Ευρώπη για πολλούς αναλυτές βρέθηκε προ απροόπτου εξαιτίας της εκλογής Τραμπ στις ΗΠΑ και της βίαιης ανατροπής όλων των δεδομένων της κανονικότητάς της. Η ισορροπία της ήταν εξωστρεφής. Αφού η ασφάλεια και η άμυνά της στηριζόταν στις ΗΠΑ. Η ενεργειακή της αυτάρκεια και ανταγωνιστικότητα εξαρτιόταν από τις εισαγωγές από τη Ρωσία. Και η επιτάχυνση του διεθνούς της εμπορίου σχετιζόταν με την Κίνα. Με την έννοια αυτή, η Ευρώπη ζούσε για δεκαετίες σε μια «φούσκα» ψευδαίσθησης ότι αποτελούσε το κέντρο του κόσμου της ισχύος.
Οι πόλεμοι της Ρωσίας στην Ουκρανία και του Ισραήλ απέναντι στην τζιχάντ ταυτόχρονα διέλυσαν την άλλη της δομική ψευδαίσθηση. Ότι ο πόλεμος ήταν παρελθόν. Το ίδιο πίστευε η κεντρική δομική αντίληψη της Ένωσης και για την αλλαγή συνόρων. Με τα δεδομένα αυτά, η Ευρώπη αυτή των ψευδαισθήσεων ασχολούνταν με την κλιματική αλλαγή εμμονικά, όπως και με τα αέρια των αγελάδων που κατέστρεφαν το περιβάλλον. Υποστήριζε επίμονα την τεχνοκρατία του πυρήνα των αποφάσεών της. Περιφρονούσε τα έθνη και τις ιδεολογίες. Πίστεψε σε μια woke πραγματικότητα δικαιωματισμού σκοτώνοντας τις ίδιες τις αξίες και τις παραδόσεις της. Η επικράτηση της εποχής Τραμπ στις ΗΠΑ και στον κόσμο βρήκε τις ελίτ των μάνατζερ και των τραπεζιτών παντελώς ανυποψίαστες και ανοργάνωτες.
Ο χρόνος κρίσιμων αλλαγών που θα έπρεπε να έχουν προωθηθεί είχε περάσει και οι ελπίδες για μια γρήγορη διέλευση σε μια νέα εποχή έωλες.
Η Ευρώπη του Μάαστριχτ που γνωρίζουν οι νέες γενιές ήταν βασισμένη στην ισχύ και την επάρκεια ενός γερμανογαλλικού consensus. Αυτός άλλωστε ήταν ο κεντρικός στόχος της σύγκλισης από την εποχή της ΕΚΑΧ (αρχική ευρωπαϊκή κοινότητα του χάλυβα). Παρά την τεράστια εδαφική επέκτασή της, ειδικά με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τίποτα δεν άλλαξε σε αυτό το σχήμα. Από τις δύο δυνάμεις, η μεταπολεμική Γερμανία παρέμεινε εσωστρεφής, και στον βιομηχανικό πυρήνα της εθνικιστική. Επίσης η νέα Γερμανία, που καθόρισε μεταξύ των άλλων το δημοσιονομικό πλαίσιο του ευρώ, επέβαλε τη δομημένη τεχνοκρατία στην παραγωγή και τη διαχείριση του κοινού πλούτου.
Αντίθετα η Γαλλία, με τη δική της πολύ πιο εξωστρεφή εθνική κουλτούρα και τον κοινοτισμό που πάντα επιδίωκε, αποτελούσε την ανάσα και τη ρεζέρβα της ευρωπαϊκής σύγκλισης, σε μια παρ’ ελπίδα αρνητική αναστροφή όπως η σημερινή. Η Γαλλία πάντα σεβόταν μια «δεύτερη ανάγνωση» βασισμένη στον εθνισμό και τη διακυβερνητική συναίνεση μιας πολιτικής και όχι μόνο τεχνοκρατικής Ευρώπης. Όμως, στην παρούσα συγκυρία η Ευρώπη και η Γαλλία καταστρέφονται ταυτόχρονα. Η Ε΄ Γαλλική Δημοκρατία, έμπνευση και κληρονομία της εποχής και της νοοτροπίας Ντε Γκολ, είναι πολύ περισσότερο προεδρική απ’ ό,τι αντέχει. Το χειρότερο που έχει συμβεί στους Γάλλους είναι ότι ο Ντε Γκολ και οι μεταπολεμικές ελίτ δεν σκέφτηκαν καθόλου την περίπτωση ενός προέδρου με μηδενικό πατριωτισμό, όπως συμβαίνει στο παρόν με την περίπτωση του Εμ. Μακρόν.
Εφημερίδα Απογευματινή