Οι εξελίξεις με την εκεχειρία στη Γάζα και οι κινήσεις προσκηνίου και παρασκηνίου που οδήγησαν μέσα σε λίγες εβδομάδες στο τέλος του πολέμου θα πρέπει να μας απασχολήσουν πολύ περισσότερο από το τι συμβαίνει με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και αυτό γιατί είμαστε μια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που έχει συνδέσει τη διεθνή και περιφερειακή πολιτική της με τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Ομοίως έχουμε πράξει και με τη γεωπολιτική μας θεώρηση, τις ενεργειακές μας προτεραιότητες, την προβολή της θέσης μας και των συμμαχιών μας σε ένα πολύ σύνθετο παζλ από πλευράς συμμαχιών. Η διέξοδος από τον κύκλο του αίματος στη Γάζα, με την απόσυρση των Ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων βαθμηδόν και τον δυνάμει αφοπλισμό της Χαμάς, προκύπτει μέσα από τα τραπέζια διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή πολύ στενών συμμάχων μας στην περιοχή. Του Ισραήλ, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, καθώς και άλλων με θετική αύρα στις σχέσεις μας, όπως το Κατάρ ή η Σαουδική Αραβία.
Σε πλήρη εμπλοκή στις θετικές εξελίξεις βρίσκονται οι ΗΠΑ και η ηγεσία του Ντ. Τραμπ, κύριου στρατηγικού συμμάχου μας σε όλα τα μέτωπα και ζωτικά συμφέροντα για τη χώρα μας. Είναι λοιπόν υπό τους όρους αυτούς σημαντικό να καταγράψουμε την πλήρη απουσία της Ελλάδας στις εξελίξεις. Τουναντίον, παρούσα σε όλα τα τραπέζια, σε αυτά με οικοδεσπότη τις ΗΠΑ αλλά και τα ευρωπαϊκά με κεντρικό παίκτη την αποδυναμωμένη πλέον αλλά πάντα παρούσα Γαλλία του Εμ. Μακρόν, είναι η ανταγωνιστική Τουρκία. Το πρόβλημα της Ελλάδας στην παρούσα γεωπολιτική «σκακιέρα» δεν είναι η Τουρκία. Είναι η δική της διπλωματική πραγματικότητα. Η Τουρκία βρίσκεται παρούσα στις εξελίξεις ως στενός σύμμαχος και υποστηρικτής της Χαμάς και της ισλαμικής τζιχάντ. Η Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται συμμέτοχη των εξελίξεων συμπαρασύροντας την Κύπρο ως στενός σύμμαχος του Ισραήλ και ταυτόχρονα της Αιγύπτου, που αποτέλεσε έναν από τους κύριους μεσολαβητές κρατώντας την ισορροπία μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αράβων. Αλλά δυστυχώς δεν βρισκόταν παρούσα ούτε στο ευρωπαϊκό τραπέζι, ούτε στο αμερικανικό, ούτε στο μεσογειακό.
Η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει αλλάξει κεντρική στρατηγική στη διεθνή πολιτική της, από το 2023 και μετά έχει εγκλωβιστεί σε μια θέση γεωπολιτικού υποσυνόλου της Τουρκίας. Μπορεί να λειτουργεί με επάρκεια στην ενεργειακή διπλωματία ή και την οικονομική διπλωματία, αλλά χάνει τελείως στο πεδίο ως υπουργείο Εξωτερικών και στο πεδίο της διακριτικής διπλωματίας των μυστικών υπηρεσιών. Ακριβώς επειδή δεν διαθέτει ως κεντρική κυβέρνηση επαρκείς πληροφορίες, όραμα και σωστές εκτιμήσεις, βρίσκεται συνεχώς προ απροόπτου και εκτός εικόνας.
Η συγκεκριμένη πραγματικότητα έχει αποτύπωμα σε πρόσωπα και επιλογές του ίδιου του πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί στις θέσεις του το δίδυμο Γεραπετρίτη – Παπαδοπούλου και περιθωριοποιημένες τις υπηρεσίες πληροφοριών είναι φανερό ότι έχει κόστος. Από την άλλη, οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη τόσο στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας με τον κ. Παπασταύρου όσο και στην οικονομική διπλωματία, όταν προέκυψε ανάγκη, με τον κ. Θεοχάρη -φυσικά και με τον κ. Δένδια στο υπουργείο Αμύνης- όχι μόνο λειτουργούν, αλλά υπηρετούν το εθνικό συμφέρον και τις προτεραιότητες που προκύπτουν στους ασταθείς και αναθεωρητικούς καιρούς στο διεθνές περιβάλλον. Είναι αναγκαίο η Ελλάδα να επιστρέψει στο προσκήνιο αλλά και το παρασκήνιο της διπλωματίας και είναι λογικό να αναμένουμε από τον πρωθυπουργό εξελίξεις. Οι εκλογές κείνται μακράν και η Ελλάδα μέχρι τότε πρέπει να βρεθεί σε πιο πλεονεκτική θέση από αυτή που βρίσκεται. Ειδικά τώρα πλέον που στη Γάζα κηρύχθηκε εκεχειρία.