Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας πολιτικός που εδώ και πολλά χρόνια προκαλεί πάθη, ενεργοποιεί συναισθήματα. Έχει φανατικούς οπαδούς αλλά ταυτόχρονα έχει και εξίσου φανατικούς εχθρούς. Ίσως δε, τους περισσότερους εχθρούς να τους έχει εντός των δικών του τειχών, με την ευρεία έννοια του πολιτικού χώρου, ήτοι σε αυτόν της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.
Πολλοί δεν του συγχωρούν τον άκρως δημαγωγικό τρόπο με τον οποίο κέρδισε την εξουσία το 2015, κάποιοι δεν μπορούν ακόμα και σήμερα να αποδεχτούν τη στροφή-κωλοτούμπα που έκανε το καλοκαίρι του 2015 μετά το δημοψήφισμα προκειμένου να μείνει η χώρα στην Ευρωζώνη.
Είναι εμφανές ότι το ΠΑΣΟΚ, ως οργανισμό, το στοιχειώνει η στάση που είχε απέναντί του ο κ. Τσίπρας την προηγούμενη δεκαετία. Δεν το άλωσε απλώς, αυτό είναι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι. Το δαιμονοποίησε, το στιγμάτισε, πήγε να το βάλει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Αλλά επειδή το ΠΑΣΟΚ είχε βαθιές ρίζες και ισχυρό αποτύπωμα στην κοινωνία, δεν τα κατάφερε. Κατά συνέπεια, υπάρχουν ακόμα και σήμερα ανοιχτές πληγές, καχυποψία, ακόμα και εκδικητικές τάσεις για τον κ. Τσίπρα.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι στατικά, προχωρούν όχι μόνο με μνήμη αλλά και με λήθη. Ο Λεωνίδας Κύρκος που είχε κάνει την αυτοκριτική του για πτυχές του 1989, συνήθιζε να λέει πως εκείνη η επιλογή τον είχε αποκόψει από τις πλατιές λαϊκές μάζες που ακολουθούσαν τον Ανδρέα. Έστω και έτσι, ως το τέλος της ζωής του επέμενε στην ανάγκη συνεργασίας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, Συνασπισμού και ΠΑΣΟΚ. Αντιστοίχως, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρά τα όσα είχαν γίνει το 1989, συνεργάστηκε έκτοτε με τον Συνασπισμό, είτε στις εθνικές εκλογές του 1990 (σ.σ: με κοινούς υποψηφίους στις μονοεδρικές) είτε με καθολικές συνεργασίες στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1994.
Πέραν όμως των προαναφερθέντων, τα πράγματα στην πολιτική προχωρούν και στη βάση των νέων δεδομένων αλλά και των αναγκών της κοινωνίας. Σήμερα υπάρχει ένα ετερόκλητο περίπου 70% που λέει «φύγετε» στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή αυτή να γίνει με προοδευτική κυβέρνηση και όχι απλώς να αλλάξει ο Μανωλιός και να βάλει τα ρούχα του αλλιώς, δηλαδή με αλλαγή του κ. Μητσοτάκη και ερχομό μιας ακόμα πιο πατεντάτης (λαϊκής) Δεξιάς.
Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, που έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους πως δεν συνεργάζεται με τη ΝΔ και τον κ. Μητσοτάκη, πρέπει να αγωνιστεί για την πραγματική αλλαγή. Και αλλαγή χωρίς προοδευτικές συμμαχίες δεν μοιάζει ρεαλιστικό να υπάρξει, όπως ταυτόχρονα αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΠΑΣΟΚ. Κατά συνέπεια, πρέπει να σταματήσουν οι άγονες αντιπαραθέσεις, οι εξυπνακισμοί επιπόλαιων στελεχών, πόσω δε μάλλον τα διμέτωπα. Να αναληφθούν άμεσα από τον Νίκο Ανδρουλάκη γενναίες και υπερβατικές πρωτοβουλίες. «Απέναντι» δεν είναι ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας, είναι αποκλειστικά η ΝΔ, όποιος/α και αν είναι αρχηγός της.
Εφημερίδα Απογευματινή