Η παραγωγικότητα ως εθνικός στόχος; Ξεχάστε το…

Το πολιτικό σύστημα είναι κατακερματισμένο, ο δε διάλογος ακόμα και για βασικές παραμέτρους στα εθνικά θέματα προκαλεί έντονες συγκρούσεις
09:23 - 13 Οκτωβρίου 2025
ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕΒ
Σπύρος Θεοδωρόπουλος

Προς την πολιτεία, το µήνυµα είναι σαφές: ας αναγνωρίσουµε την παραγωγικότητα ως εθνικό στόχο και ας την καταστήσουµε βασικό κριτήριο όλων των πολιτικών. Μετρήσιµα αποτελέσµατα σε αδειοδοτήσεις, δικαιοσύνη, ψηφιακές υπηρεσίες, εκπαίδευση και κατάρτιση». Αυτή ήταν η τοποθέτηση του προέδρου του Συνδέσµου Επιχειρήσεων και Βιοµηχανιών (ΣΕΒ), Σπύρου Θεοδωρόπουλου, στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσµου, την περασµένη Τρίτη.

Ηχησε παράταιρα η παραίνεση του κ. Θεοδωρόπουλου, σε µια ηµέρα που άλλα γεγονότα κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τα «ορεινά» του Κοινοβουλίου για τις πιο όµορφες θάλασσες, η λήξη της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι στο Σύνταγµα, η ένταση και οι κόντρες στην εξεταστική της Βουλής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η πρόταση του προέδρου του ΣΕΒ λες και διατυπώθηκε σε ένα παράλληλο σύµπαν. Ηχεί παράταιρα µε τη συγκυρία η προτροπή του προς την πολιτεία «να καταστήσει την παραγωγικότητα βασικό κριτήριο όλων των πολιτικών» και τις επιχειρήσεις «να εντείνουν την επενδυτική προσπάθεια, την ψηφιοποίησή τους, την εξωστρέφεια και την επένδυση στους ανθρώπους».

∆εν είναι ο πρώτος ούτε ο µόνος που µιλά για το µείζον θέµα της χαµηλής παραγωγικότητας στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο που η χώρα µας βρίσκεται στο 54% του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στάσιµη τα τελευταία 30 χρόνια, παρά τα όποια µέτρα, τις διακηρύξεις (απείρως περισσότερες από τα µέτρα) αλλά και τις µεγάλες δοκιµασίες λόγω της κρίσης και των µνηµονίων. Αλλά αυτό που διατυπώνεται είναι ένα προσκλητήριο σε κάθε κατεύθυνση, η παραγωγικότητα να αποτελέσει εθνικό στόχο, δηλαδή κοινό παρονοµαστή των κοµµάτων για την υπέρβαση: «Ελάτε να βάλουµε έναν νέο εθνικό στόχο, την εξέλιξή µας από χώρα κανονική σε χώρα παραγωγική». Μόνο που η υιοθέτηση εθνικών στόχων είναι άπιαστο όνειρο για την πολιτική τάξη του τόπου. Πολύ περισσότερο, που το τελευταίο διάστηµα έχει πάρει το πάνω χέρι η τοξικότητα και η σφοδρή αντιπαράθεση όχι µόνο µεταξύ των κοµµάτων, αλλά ακόµα και στο εσωτερικό τους, για θέµατα µάλιστα όχι κατ’ ανάγκην πρώτης γραµµής.

Ερώτηµα πρώτο: Ποιος θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να καλέσει τις πολιτικές δυνάµεις να ανταποκριθούν στο αίτηµα αυτό; Ερώτηµα δεύτερο: Εκτός από τις πολιτικές δυνάµεις, είναι έτοιµοι και οι κοινωνικοί εταίροι, τα συνδικάτα να αξιολογήσουν θετικά την πρόταση αυτή και να πάρουν µέρος σε έναν διευρυµένο διάλογο; Θα ξεπεράσουν τα στερεότυπα πως η αύξηση της παραγωγικότητας ισοδυναµεί µε εντατικοποίηση της εργασίας και περισσότερες ώρες εργασίας; Η δυσπιστία, το έλλειµµα εµπιστοσύνης, οι ιδεοληψίες, οι προκαταλήψεις, οι µικροκοµµατικές σκοπιµότητες, η γραφειοκρατία, οι αγκυλώσεις στις επιχειρήσεις, όλα αυτά θα έπρεπε να παραµεριστούν για να υπάρξουν προϋποθέσεις διαλόγου για το κοµβικό αυτό ζήτηµα. Ούτε βέβαια µπορεί να αποτελεί εµπόδιο ότι η πρόταση διατυπώνεται από τον εκπρόσωπο των βιοµηχάνων…

Η οριοθέτηση της αύξησης της παραγωγικότητας ως εθνικού στόχου προϋποθέτει και τη διαχρονικότητα απόδοσής της. Με άλλα λόγια, µια συµφωνηµένη δέσµη µέτρων δεν είναι αποτέλεσµα δράσης µιας τετραετούς διακυβέρνησης από ένα ή περισσότερα κόµµατα. Μπορεί να υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου -ακόµη ένας λόγος να υπάρξει µια άλλη κουλτούρα προσέγγισης του στρατηγικού αυτού στόχου, που είναι µονόδροµος για καλύτερες θέσεις εργασίες και απολαβές, αλλά και βιώσιµες κοινωνικές παροχές, πέρα από βραχυπρόθεσµες επιδοµατικές πολιτικές.

Ο πρωθυπουργός, στη Γενική Συνέλευση της περασµένης Τρίτης, αναφέρθηκε σε µια βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, στο «άυλο προτέρηµα της πολιτικής σταθερότητας της σηµερινής Ελλάδας», όπως είπε. Αν αυτή είναι µια βασική αλήθεια, άλλο τόσο θα µετρήσει στην πραγµατική ζωή ο βαθµός ευρείας συναίνεσης ως ακόµη µία προϋπόθεση επίτευξης βασικών στόχων. Και στο «σπορ» της συναίνεσης η χώρα µας δεν παίρνει δα και τον υψηλότερο βαθµό. Αλλωστε, το έλλειµµα σε συναινετικές διαδικασίες µας οδήγησε σε µια βασανιστική και πολύχρονη έξοδο από τη βαριά κρίση την οποία βιώσαµε, σε αντίθεση µε άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία.

Το θέµα των συναινέσεων και της σταθερότητας δεν αφορά µόνο ένα «συµβόλαιο» για την παραγωγικότητα. Οπως πάει το πράγµα, οι βασικές παράµετροι που θα καθορίσουν το µέλλον της χώρας κινούνται στην ίδια συχνότητα. Ας πάρουµε τα βασικά προβλήµατα των καιρών µας. Οι εθνικές προκλήσεις και προτεραιότητες, όπως το ∆ηµογραφικό, το Μεταναστευτικό, το ενεργειακό πρόβληµα, η µεταρρύθµιση στην Παιδεία είναι δυνατόν να αντιµετωπιστούν µε επιτυχία χωρίς τη διαµόρφωση ενός είδους «εθνικού συµβολαίου», που θα ξεπερνά τα κοµµατικά χαρακώµατα; Κι όµως, µια τέτοια προοπτική φαντάζει πιο µακρινή από ποτέ.

Το πολιτικό σύστηµα είναι κατακερµατισµένο -και αυτό που διαφαίνεται είναι µια περαιτέρω πολυδιάσπαση-, ο δε διάλογος ακόµα και για βασικές παραµέτρους στα εθνικά θέµατα προκαλεί έντονες συγκρούσεις και διαφωνίες. Ακόµα και η συζήτηση για τη διαφαινόµενη προοπτική συµµαχιών µετά τις εκλογές γίνεται χωρίς την ατζέντα των βασικών προβληµάτων. Ο διχασµός στην κοινωνία διαποτίζεται µε µεγάλες δόσεις λαϊκισµού και τοξικότητας. Και όλα αυτά, παρά την επικείµενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγµατος, που προϋποθέτει συναινέσεις στα θεµελιώδη. Ισως έτσι εξηγείται γιατί η πρόταση του κ. Θεοδωρόπουλου για την παραγωγικότητα «ξεχάστηκε» την εποµένη..

Κυριακάτικη Απογευματινή