Οι Τούρκοι δείχνουν εκνευρισμένοι από το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να επηρεάζει τις επιλογές της Ευρώπης ως προς το πρόγραμμα SAFE, μην επιτρέποντάς τους άμεση συνεργασία ως τρίτη χώρα στα προγράμματα της αμυντικής βιομηχανίας και τους εξοπλισμούς της Ένωσης. Αυτό έγινε φανερό από τις τοποθετήσεις του υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, σε τελευταία συνέντευξή του. Η Αθήνα ζητά την άρση του casus belli στο Αιγαίο. Η Άγκυρα κατηγορεί την Αθήνα ότι για λόγους μικροπολιτικής και εσωτερικής κατανάλωσης στοχοποιεί την Τουρκία και την Ευρώπη ότι παρακολουθεί τις σκοπιμότητες και εγκλωβίζεται από τις θέσεις της Αθήνας.
Η Τουρκία δεν βλέπει ότι με τις δικές της επιλογές, τόσο σε βάρος της κυριαρχίας και της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας όσο και της κατάστασης κατοχής στη Βόρεια Κύπρο, θέτει τον εαυτό της εκτός του πυρήνα του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ενδεχομένως εκνευρίζει την Άγκυρα ότι ενώ έχει την ενεργό συμπαράσταση της Γερμανίας τόσο στους αεροπορικούς της εξοπλισμούς όσο και ως προς μια στρατηγική συνεργασία σε πολλούς τομείς, τελικά στη σύγκλισή της με την Ευρώπη εξαιτίας και των ελληνικών βάσιμων αντιρρήσεων, ουσιαστικά κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Προφανώς η Τουρκία θέλοντας να ενισχύσει το δυτικό της αποτύπωμα, θέτει ως προτεραιότητα στην παρούσα πλέον φάση τη σύγκλιση με την Ευρώπη στην ανασυγκρότηση της πολεμικής βιομηχανίας και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων των εθνών του γκρουπ σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Στην ίδια συνέντευξη όμως ο Χ. Φιντάν παρά το τραχύ ύφος των δηλώσεών του, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας για συνομιλίες ουσίας και όχι διαδικασίας με την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά και η Αθήνα με την πρωτοβουλία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός αλλά και προωθεί ήδη το υπουργείο Εξωτερικών για διεθνή σύνοδο κορυφής πέντε παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου -Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Αίγυπτος, Λιβύη- για την οριοθέτηση των ΑΟΖ, το Μεταναστευτικό, τα θαλάσσια πάρκα, τη συνδεσιμότητα και την πολιτική προστασία, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας στην Άγκυρα να συμμετέχει με δημιουργικό τρόπο στα στρατηγικά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Κάτι που πολύ επιθυμεί την τελευταία δεκαετία.
Αν παρακολουθήσουμε το σύνολο των δηλώσεων Φιντάν και δεν μείνουμε στις εντυπώσεις, γίνεται κατανοητό ότι η Τουρκία προτίθεται να συζητήσει την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, αλλά όχι στο όριο των 12 ν.μ. Όπως ανέφερε συγκεκριμένα, εμείς δεν δεχόμαστε τα 6 ν.μ. και οι Τούρκοι δεν δέχονται τα 12 ν.μ. Σε μια τέτοια συζήτηση οι Τούρκοι θα μιλήσουν για χωρικά ύδατα της Ελλάδας στα 8-9 ναυτικά μίλια, όπως είχε διερευνηθεί με θετικό τρόπο στην εποχή της διακυβέρνησης Σημίτη. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να περιορισθεί κάτω των 10 ναυτικών μιλίων με δεδομένο ότι σε αυτήν την έκταση ορίζεται ο εναέριος χώρος της από τη δεκαετία του 1930 ακόμη και με δεδομένο ότι το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας ενθαρρύνει μια τέτοιας έκτασης ζώνη. Σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ είναι δεδομένο ότι η μεθοδολογία της «μέσης γραμμής» και νόμιμη είναι και πρακτικά αποτελεί διέξοδο για μια οριστική διευθέτηση. Άλλωστε η σύνοδος της Ανατολικής Μεσογείου που προτείνεται από την Αθήνα σε αυτήν την πρακτική οφείλει την αισιοδοξία της. Το κρίσιμο για να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία, όπως και με την Αίγυπτο ή τη Λιβύη είναι να γίνει αποδεκτό αυτό που κυρίαρχα ορίζει τα Διεθνές Δίκαιο. Ότι και τα νησιά έχουν ΑΟΖ όπως και οι ηπειρωτικές ζώνες.
Αν και η Τουρκία θελήσει, με την αποφασιστική παρουσία και των ΗΠΑ στη σύνοδο, μπορεί να προκύψει συμφωνία που θα αλλάζει τα δεδομένα των τελευταίων 60 χρόνων στις διμερείς σχέσεις. Η Ελλάδα οφείλει από την αρχή να θέσει τα όρια της διαπραγμάτευσής της και των εν δυνάμει υποχωρήσεων που μπορεί να κάνει. Ουσιαστικά μιλάμε για μια διαβούλευση και τυχόν συμφωνία πριν από τις εθνικές εκλογές του 2027.
Εφημερίδα Απογευματινή