Μια τάση -επικίνδυνη για τη λειτουργία του κράτους και την κυβερνησιμότητα– η οποία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια, ως προς τις επιλογές που κάνουν οι πολίτες, έχει διαμορφωθεί από τα εξής χαρακτηριστικά:
Το πρώτο είναι η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής, όπου καθένας επιλέγει με άλλα κριτήρια για να ψηφίσει, διαφορετικά από εκείνα που κυριαρχούσαν, πολλές φορές και κατά εμμονικό τρόπο, στο παρελθόν. Εξαιρούμε το ΚΚΕ και όσους το ψηφίζουν, καθώς οι ψηφοφόροι του κινητοποιούνται συνήθως από οικογενειακές παραδόσεις, καθώς από γενιά σε γενιά πέρασε η αγάπη και η προσήλωση στον κομμουνισμό. Ούτως ή άλλως αυτοί ζουν στην… κοσμάρα τους.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, συμπληρωματικό του προηγούμενου, είναι η προϊούσα απολιτικοποίηση, που από τη μια πλευρά αμβλύνει το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, ενώ από την άλλη είναι φυσικό από στη στάση αυτή να επηρεάζεται και η ενημέρωση που πρέπει να έχει ο πολίτης για τις πολιτικές επιλογές του.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η παρουσία στην πολιτική σκηνή οποιουδήποτε με φιλοδοξίες μεσσία, κάτι που διευκολύνει ακόμη και παράλογες επιλογές, καθώς ισχύουν τα προηγηθέντα δύο χαρακτηριστικά. Η αποϊδεολογικοποίηση και η απολιτικοποίηση.
Στο θέμα της αποϊδεολογικοποίησης προφανώς έχει συμβάλει η απαίτηση του ανθρώπου να δει τα πράγματα πιο πρακτικά και να επιλέγει αυτούς που θεωρεί ότι μπορούν να του λύσουν τα προβλήματά του. Ανεξαρτήτως, μάλιστα, του με ποια ιδεολογική ταμπέλα αυτοί μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται, ακόμη και αν δεν πιστεύουν στην ιδεολογία που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Ένα παράδειγμα ακύρωσης των ιδεολογικών προκαταλήψεων είχαν δώσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όταν ο πρώτος, αν και δεξιός, είχε κατηγορηθεί για κρατισμό και σοσιαλμανία, ενώ ο δεύτερος, αν και σοσιαλιστής, φερόμενος πρακτικά, είχε σε ορισμένες περιπτώσεις ασκήσει δεξιά πολιτική – ό,τι και να εκπροσωπεί αυτή στην πράξη.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, παραδείγματα της προσέλκυσης αυτών που αντιμετώπιζαν την πολιτική, και κατ’ επέκταση τις επιλογές τους, επιπόλαια και με τάση πλάκας -τελείως απολιτικοποιημένα δηλαδή- αποτελούσαν δύο πρόσωπα, το ένα μάλιστα είχε κατορθώσει να μπει και στη Βουλή. Το ένα πρόσωπο ήταν ο Μπάμπης -μου διαφεύγει το επίθετό του- που στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας είχε συγκροτήσει κόμμα, αλλά έλεγε απίθανες τρέλες. Η προεκλογική του εκστρατεία συνίστατο σε λόγους που έβγαζε από ένα μπαλκόνι στην Πανεπιστημίου, κοντά στη συμβολή με την Ιπποκράτους, και βεβαίως προσείλκυε κοινό το οποίο του φώναζε είτε «έρχεται, έρχεται γιαούρτι» ή «πέσε να σε φάμε».
Το άλλο πρόσωπο -αυτό που είχε μπει και στη Βουλή με την Ένωση Κεντρώων- ήταν ο Βασίλης Λεβέντης, που μεταξύ των πολιτικών του… επιχειρημάτων στις τηλεοπτικές εκπομπές του ήταν να πάθουν καρκίνο(!) ο Παπανδρέου ο Ανδρέας και ο Μητσοτάκης ο Κώστας!!
Καθώς έτσι έχουν διαμορφωθεί σταδιακά τα πράγματα, διευκολύνεται ο κάθε πολίτης αφενός να καταδικάζει όποιον απλώς δεν του αρέσει η φάτσα του, αφετέρου να μετατρέπει την εκλογική διαδικασία και σε ένα είδος πασαρέλας. Με την έννοια αυτή και εφόσον, θεωρητικά μιλώντας, η πλειοψηφία θα συμπεριφερόταν αναλόγως -ήδη συμπεριφέρεται έτσι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας-, θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε τότε γιατί να μην επιλέγαμε την Αντζελίνα Τζολί, τον Κέβιν Κόστνερ ή τον Μπρους Γουίλις.
Το εύλογο ερώτημα που μπορεί επίσης να προκύψει είναι αν για τη διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών, της αποϊδεολογικοποίησης και της απολιτικοποίησης, έχουν κάποιοι την ευθύνη. Κάποιοι που εντοπίζονται στο πολιτικό προσωπικό ή ακόμη και στις κυβερνήσεις που τα τελευταία χρόνια κυβέρνησαν τη χώρα… Η απάντηση θα μπορούσε να ήταν καταφατική, αν λάβουμε υπόψιν το χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες στο πολιτικό σύστημα, όπως προκύπτει από τις έρευνες της κοινής γνώμης. Και επίσης στα ΜΜΕ, που με το περιεχόμενό τους διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, μεταφέροντας αυτό που πρεσβεύει το πολιτικό σύστημα, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, το οποίο, κατά την κοινωνία, είναι χαμηλής αξιοπιστίας!
Έτσι όμως δεν πάμε πουθενά. Μπορεί μια κυβέρνηση να κάνει λάθη -διότι, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, καλύτερα μια κυβέρνηση που διαπράττει και λάθη παρά μια λάθος κυβέρνηση- αλλά, αν αξιολογήσουμε όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις τάσεις που υπάρχουν, βλέπουμε ότι μέρος της κοινωνίας κλίνει προς μια λάθος κυβέρνηση. Για την οποία δεν θα καούν μόνο τα ξερά αλλά και τα χλωρά.
Καθώς έτσι εμφανίζεται σήμερα η πραγματικότητα, που αποτυπώνεται μάλιστα στις έρευνες της κοινής γνώμης, στις περισσότερες περιπτώσεις επιλογών ισχύει το ότι «δεν μας αρέσει κάποιος», μετατρεπόμενης έτσι της εκλογικής διαδικασίας σε ένα είδος πασαρέλας, χωρίς να αξιολογούνται τυχόν συνέπειες αφρόνων επιλογών. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι επιλέγοντες κατά τον τρόπο αυτό σκέπτονται «ύστερα από μένα ο κατακλυσμός», μόνο που το νερό του θα πνίξει και αυτούς…
Εφημερίδα Απογευματινή









