Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι ένα «σημιτικό υβρίδιο με μπλε απόχρωση», όπως τη χαρακτηρίζει ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης της, Αντώνης Σαμαράς. Γιατί η Νέα Δημοκρατία παραδοσιακά ορίζει τον πολιτικό της χώρο από την άκρα Δεξιά ως την παραδοσιακή Αριστερά. Έτσι ήταν από τα χρόνια που ο Αντώνης Σαμαράς ήταν από τους πλέον νεαρούς βουλευτές της. Ας μην ξεχνάμε ότι ελάχιστα χρόνια μετά την ίδρυσή της, περί το 1977, ο τότε αρχηγός και ιδρυτής της, Κωνσταντίνος Καραμανλής, αποφάσισε μια «αμφίπλευρη διεύρυνση» προς το κέντρο και τα δεξιά της. Ήταν η εποχή που ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης εντάχθηκε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Στα πολλά χρόνια που ακολούθησαν, συχνές ήταν οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις ως προς το κατά πόσον η Νέα Δημοκρατία έγερνε ή γέρνει προς το κέντρο ή τη Δεξιά. Αλλά τελικά όλα τα ορίζει η συγκυρία και οι συσχετισμοί στο εσωτερικό power game της ίδιας της Κεντροδεξιάς.
Στην παρούσα πλέον φάση, και άσχετα με το τι νομίζει ο κ. Σαμαράς ή ο κ. Καραμανλής, η Κεντροδεξιά χρειάζεται τη Δεξιά της. Η κανονικότητα της παγκοσμιοποίησης των πολυμερών υπερ-κρατικών Οργανισμών και ενοτήτων έχει ξεπερασθεί. Επίσης, η woke κουλτούρα του δικαιωματισμού, η υπεροψία και η αλαζονεία απέναντι στα έθνη, τις θρησκείες και τις γλώσσες. Τα κράτη αποκτούν έννοια, όγκο και σχήμα και ο μαζάνθρωπος της παγκοσμιοποίησης μαζί με εκείνον της ασιατικής ομοιομορφίας του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, δέχονται κριτική και απόρριψη.
Όλα είναι διαφορετικά ως εμπεδωμένη πραγματικότητα στη Δύση, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, και η διαδικασία εθνικοποίησης των δομών της κοινωνικής συγκρότησης, αλλά και της πολιτικής, βρίσκει τον προσδιορισμό της. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, και φυσικά στις ΗΠΑ, βλέπουμε ότι οι λαοί και οι πλειοψηφίες που μέχρι πριν από λίγο καιρό χαρακτηρίζονταν από την ηγεμονική και αποικιοκρατική εταιρική ελίτ του αυταρχισμού του «τέλους της ιστορίας», ως αντιδραστικοί, ρατσιστές, περιθωριακοί, κοιτούν στα δεξιά του συστήματος για να βρουν ανακλαστικά και προσδοκίες για μια επόμενη ημέρα η οποία θα αφορά αυτούς και τα έθνη τους.
Σε πολλές χώρες βλέπουμε ακραία, ριζοσπαστικά, ακόμη και εξτρεμιστικά δεξιά κινήματα να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση ή και να αναλαμβάνουν την ηγεσία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τέτοια φαινόμενα, ούτε σπουδαίες ρήξεις μεταξύ διακυβέρνησης και πολιτών, ικανά να οδηγήσουν σε πολιτικό «κραχ» τη σταθερότητα με μια επιστροφή του κόσμου στους δρόμους και τις πλατείες, όπως συνέβη όταν η ξένη κατοχή μετά τη δημοσιονομική χρεοκοπία θέλησε -σε συνεργασία με τους ντόπιους «υποτακτικούς»- να επιβάλει την τεχνοκρατική της απαξία και δεσποτισμό. Ακόμη και το ποσοστό στις δημοκοπήσεις της τάξης του 18% που λογίζεται δεξιά της δεν είναι κάτι τόσο καινούργιο όσο εμφανίζεται. Ειδικά σε μη εκλογικούς χρόνους. Πάντα ο χώρος αυτός κινείτο μεταξύ 12%-18% σωρευτικά, αλλά παρέμενε και παραμένει πολυδιασπασμένος και λειτουργικά αναξιόπιστος.
Η διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί τη συνοχή και την αξιοπιστία της, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία ως μόνη ισχυρή πολιτική και ηγετική δύναμη. Υπάρχουν προβλήματα και ενστάσεις, αλλά αυτά πάντα υπάρχουν, και το ζητούμενο είναι να λυθούν από τη διακυβέρνηση και όχι να προκαλέσουν μια χαώδη «ανταρσία» των πολιτών απέναντι στην ηγεσία τους.
Από την άλλη πλευρά, οι διεθνείς συνθήκες, τα κοινωνικά ζητούμενα και η ανάγκη προσαρμογής της διοίκησης στα δεδομένα, επιβάλλουν εμφανώς μια δομική αλλαγή. Ακριβώς επειδή η Ελλάδα χρειάζεται εκ νέου εθνικό αφήγημα και όχι κανονιστική εφαρμογή, οι πολιτικοί θα πρέπει να πάψουν να είναι απλώς «καριερίστες» και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Να χαράξουν στρατηγική και να λαμβάνουν ρίσκα και αποφάσεις. Ενώ οι τεχνοκράτες να επιστρέψουν σε αυτό που γνωρίζουν να κάνουν: να παραμετροποιούν την πραγματικότητα και να εφαρμόζουν τον στρατηγικό σχεδιασμό που οι πολιτικοί θα αποφασίζουν. Με λίγα λόγια, η Κεντροδεξιά χρειάζεται τη Δεξιά της…
Εφημερίδα Απογευματινή











