Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα -και όχι µόνο- έχει γίνει συστατικό της οικονοµικής πολιτικής η αύξηση του κατώτατου µισθού. Στη χώρα µας η αύξηση δεν είναι αµελητέα: από τον περασµένο Απρίλιο αυξήθηκε στα 880 ευρώ, αύξηση 35,4% σε σχέση µε το 2019. Εως το 2027, χρονιά εκλογών, η κυβέρνηση έχει δεσµευθεί να αυξήσει τον κατώτατο µισθό στα 950 ευρώ και τον µέσο µισθό στα 1.500 ευρώ. Είµαστε στην 11η θέση µεταξύ των 22 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εφαρµόζουν νοµοθετηµένο κατώτατο µισθό. Η ΓΣΕΕ πάντως ζητούσε ακόµα υψηλότερο ελάχιστο όριο, προτείνοντας άµεση αύξηση του κατώτατου µισθού στα 908 ευρώ µηνιαίως και επαναφορά του καθορισµού του στον θεσµό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας -κάτι που επιτέλους έγινε κατορθωτό την περασµένη Τετάρτη, µε την ιστορική συµφωνία κυβέρνησης και εταίρων.
Ολα πρίµα λοιπόν; Πόσο πιο ψηλά και πιο συχνά πρέπει να µπει ο πήχυς για τον κατώτατο µισθό; Ενα άρθρο του «Economist» αίρει αντιρρήσεις. Προτρέπει τις κυβερνήσεις να σταµατήσουν να αυξάνουν τον κατώτατο µισθό και να αναζητήσουν άλλα, σύγχρονα εργαλεία για την αντιµετώπιση της φτώχειας (https://
www.powergame.gr/the-economist/1210616/giati-oi-kyverniseis-prepei-na-stamatisounna-afxanoun-ton-katotato-mistho/). «Οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι προσεκτικοί µε αυτές τις επιπτώσεις. Παρόλο που η αύξηση των κατώτατων µισθών έχει πάντοτε καλές δηµοσκοπήσεις, οι ψηφοφόροι παντού είναι επίσης θυµωµένοι για την εκτίναξη των τιµών και την απώλεια της οικονοµικής ευχέρειας. Υπάρχει ο κίνδυνος ενός βρόχου καταδίκης, στον οποίο το υψηλότερο κόστος των εργοδοτών µετακυλίεται στους καταναλωτές, καθιστώντας τη ζωή οικονοµικά δυσκολότερη, ακόµα και για τους ίδιους τους εργαζόµενους τους οποίους
οι κυβερνήσεις προσπαθούν να βοηθήσουν», επισηµαίνεται στο σχετικό άρθρο.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η αύξηση του κατώτατου µισθού είναι ένα σηµαντικό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής· η κυβέρνηση, άλλωστε, στηρίζεται στο εργαλείο αυτό. Οµως εδώ συµβαίνει ό,τι και σε άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες. Μια κίνηση από µόνη της δεν αρκεί να έχει τα προσδοκώµενα αποτελέσµατα. Κι αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει µε την ακρίβεια, η οποία αδυσώπητα ροκανίζει τα εισοδήµατα, ιδιαίτερα τα ασθενέστερα. Το «καλάθι» στα σουπερµάρκετ και τα υψηλά ενοίκια δίνουν µια γεύση του πώς στις µέρες µας εξανεµίζονται οι αυξήσεις. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει µε τη διάρθρωση της ελληνικής οικονοµίας. Οταν το 90% των επιχειρήσεων είναι µικρές, µε χαµηλή παραγωγικότητα και υψηλό µη µισθολογικό κόστος, τότε οι αυξήσεις στους χαµηλούς µισθούς προκαλούν ανεπιθύµητες συνέπειες.
Σύµφωνα µε τον «Economist», «ένα άλλο στοιχείο είναι ότι οι υψηλότεροι κατώτατοι µισθοί υποβαθµίζουν τις θέσεις εργασίας αντί να τις καταστρέφουν. Οταν οι εργοδότες πρέπει να πληρώνουν περισσότερα, αλλά εξακολουθούν να µπορούν να προσλαµβάνουν εύκολα, µπορεί να περικόψουν από αλλού». Συνεπώς, ένα σωστό και αναγκαίο µέτρο, όπως είναι η αύξηση του κατώτατου µισθού, µπορεί να έχει το ποθητό αποτέλεσµα µόνο αν συνδυαστεί µε άλλες δράσεις. Μόνο αν ενταχθεί σε ένα συνολικό σχέδιο στρατηγικής αντιµετώπισης της φτώχειας και µείωσης των ανισοτήτων. ∆εν είναι εύκολο, αλλά αποτελεί µονόδροµο. Είναι η ασφαλέστερη µέθοδος, ώστε τα όποια οφέλη από την αύξηση του κατώτατου µισθού να τα αισθανθεί ο δικαιούχος στην καθηµερινότητά του.
Πώς µπορεί να γίνει αυτό; Θα µπορούσε να έχει υπόβαθρο το τρίπτυχο «µείωση της φτώχειας, αντιµετώπιση του υψηλού κόστους ζωής -κυρίως µε µέτρα για τη στεγαστική κρίση και αύξηση της παραγωγικότητας-, στήριξη των µικροµεσαίων επιχειρήσεων, µε ψηφιακά εργαλεία και µείωση της γραφειοκρατίας».
Ενα πρώτο βήµα είχαµε µε την υιοθέτηση µέτρων µερικής µείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, των φορολογικών συντελεστών και φοροαπαλλαγών για τους νέους. Γενικά, η µετατόπιση της λύσης του προβλήµατος µέσω µιας γενναίας φορολογικής µεταρρύθµισης είναι το καλύτερο υπόβαθρο για αντιστάθµιση των απωλειών στα χαµηλά εισοδήµατα. ∆εν είναι βέβαια πάντα δηµοφιλής ούτε αποδίδει άµεσα πολιτικά αποτελέσµατα ή ψήφους, αλλά είναι η πιο σίγουρη διαδροµή ελάφρυνσης των βαρών για τους αδύναµους. Είναι ενδιαφέρον να φανεί στο προσεχές διάστηµα αν τα µέτρα αυτά ανοίγουν τον δρόµο για ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστηµα. Και πριν απ’ όλα αν το νέο αυτό σύστηµα θα απαλλάξει την άδικη υπερφορολόγηση των µισθωτών, ιδιαίτερα των χαµηλόµισθων. Η καθιέρωση ενός δίκαιου φορολογικού συστήµατος θα µπορούσε να αποτελέσει σηµείο συναίνεσης όλου του πολιτικού κόσµου, πέραν της κυβέρνησης· κάτι βέβαια που µοιάζει ουτοπικό µε το πολιτικό κλίµα που επικρατεί.
Αν και η πολιτική των επιδοµάτων δέχεται κριτική, καθώς εκτιµάται ότι οι πόροι αυτοί πρέπει να στρέφονται στον επενδυτικό τοµέα, είναι ένα ερώτηµα γιατί θα πρέπει να διαγραφούν οι χορηγήσεις επιδοµάτων στους χαµηλόµισθους για την αντιµετώπιση της ακρίβειας, όταν το πρόβληµα είναι το υψηλό κόστος διαβίωσης και όχι ο µισθός. Από την άποψη αυτή, το επίδοµα ενοικίου που θέσπισε η κυβέρνηση ή οι πολιτικές για την αντιµετώπιση του στεγαστικού προβλήµατος δεν µπορούν να αποκλείονται στο όνοµα της αναγκαίας επενδυτικής στροφής.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»











