Απόψε ολοκληρώνεται η συζήτηση του τελευταίου προϋπολογισμού τακτικής διακυβέρνησης πριν από εκείνον του εκλογικού 2027. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη προβλέπεται βαρύνουσα. Η κυβέρνηση θα επιμείνει στα θετικά της διακυβέρνησης στη νέα χρονιά, με έμφαση στην οικονομία, ενώ η αντιπολίτευση δυστυχώς θα έχει ως στόχο τη διαγραφή και όχι την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου σε βάθος πενταετίας. Η αλήθεια είναι όπως πάντα κάπου στη μέση. Φυσικά και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πετύχει βασικούς στόχους που είχαν τεθεί, σχεδόν υπαρξιακά, στο τέλος της εποχής των μνημονίων. Όμως έχει χάσει το στοίχημα του κόστους ζωής αλλά και την πειστική ανάσχεση της δομικής διαφθοράς από την πλευρά της πολιτικής και του κράτους. Από τη δεξιά και την αριστερή αντιπολίτευση στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα επιχειρήσουν και σήμερα, όπως άλλωστε προσπαθούν κάθε ημέρα, να μηδενίσουν το έργο που έχει επιτευχθεί. Αυτό είναι ένα στοιχειώδες σφάλμα που στερεί από τον δημόσιο διάλογο τόσο τη σοβαρότητα όσο και την προοπτική του.
Η παρούσα συζήτηση επί του προϋπολογισμού, επειδή συνδυαζόταν με την κατάθεση των επίσημων εκτιμήσεων για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του υπουργείου Οικονομικών για την επόμενη πενταετία, αναμενόταν με πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες. Αλλά οι κινητοποιήσεις των αγροτών και η ένταση πέριξ της κακοδιαχείρισης στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποπροσανατόλισαν την προσοχή των πολιτών αλλά και το κέντρο βάρους των τοποθετήσεων των κομμάτων. Έτσι φθάνουμε απόψε σε μια μάλλον διαδικαστικού τύπου ψήφιση του Προϋπολογισμού του 2026, που λειτουργεί ως ψήφος εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση παρά ως αφετηρία συζητήσεων για το μέλλον της χώρας.
Το 2026 στο μεγαλύτερο μέρος του θα αποτελέσει πεδίο εξέλιξης των εξαγγελιών της διακυβέρνησης Μητσοτάκη ως προς το ύψος των μισθών, τη μείωση των φόρων αλλά και την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών. Επίσης μια συνέχεια σε έργα υποδομών σε όλη τη χώρα, που και αυτά ήδη έχουν προεξοφληθεί ως προς την πρόοδό τους. Από εκεί και πέρα αυτό που έχει να δώσει μια ώθηση προς το μέλλον της χώρας από την κυβέρνηση σε στρατηγικό επίπεδο είναι τα 50 περιφερειακά αναπτυξιακά πλάνα που ήδη μελετώνται και χαρτογραφούνται. Τι μπορεί να σημάνουν αυτά; Τη νέα αφετηρία στην εθνική αυτονομία της Ελλάδας. Γιατί το καθένα από αυτά προβλέπεται να επικεντρώνεται στα πλεονεκτικά σημεία που έχει ο κάθε τόπος στη βάση της Περιφέρειας, ώστε σε αυτό να επικεντρωθούν στη συνέχεια τα επενδυτικά πλάνα, η πρόσκτηση απασχόλησης και η δημιουργία δεδομένων μιας επόμενης ευημερίας.
Μάλλον δικαιολογημένα τίθεται ως ζήτημα από παράγοντες της αντιπολίτευσης, στις ελάχιστες περιπτώσεις που μιλούν σοβαρά και συγκροτημένα, ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 και μετά επικέντρωσε τη δράση και την ενέργειά της στη στήριξη των μεγάλων αστικών κέντρων. Ειδικά μάλιστα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στη Θεσσαλονίκη. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη ερήμωση και υπανάπτυξη στην άλλη Ελλάδα. Την ευρεία επικράτεια της χώρας, από όπου οι νέοι συνέχισαν να αναχωρούν για τις μεγάλες πόλεις, η γη συνέχισε να εγκαταλείπεται και οι επενδύσεις να αποτελούν ζητούμενο. Η συλλογιστική αυτή είναι σωστή, αλλά αγνοεί μια πραγματικότητα που άλλαξε. Και αυτή είναι οι κεντρικές υποδομές σε δρόμους, υπηρεσίες και επικοινωνίες.
Μπορεί οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να διαμαρτύρονται για τις αποφάσεις περιορισμού εφοριών, ειρηνοδικείων, ταχυδρομείων και άλλων παραδοσιακών δημόσιων υπηρεσιών. Αλλά υποτιμούν όπως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τις υποδομές που οργανώθηκαν και εκμηδενίζουν τις αποστάσεις από το κέντρο στην επικράτεια, όπως και τη συνεχιζόμενη ψηφιοποίηση του κράτους που καταργεί την ανάγκη πλειάδας τοπικών παραρτημάτων των δημόσιων υπηρεσιών. Αυτό θα δώσει την ευκαιρία στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη να μπει στην προεκλογική περίοδο με την εξαγγελία συνολικής στρατηγικής για την ανοικοδόμηση και την αναδιάταξη της χώρας, σε συνθήκες πλήρους και δομημένης αποκέντρωσης, στην τρίτη και τελευταία για τον πρωθυπουργό τετραετία ευθύνης της διοίκησης της Ελλάδας.
Εφημερίδα Απογευματινή










