Αφετηριακά η Ευρώπη, από τη στιγμή που δηλώνει ότι επιθυμεί να στηρίξει οικονομικά και εξοπλιστικά την εμπόλεμη Ουκρανία, θα έπρεπε να είχε κινηθεί στη βάση της τελικής απόφασής της. Δηλαδή να υπάρξει ένας κοινός δανεισμός στο περιθώριο του ενωσιακού προϋπολογισμού, που θα κάλυπτε τις ανάγκες του Κιέβου. Δεν ήταν καθόλου λογική η πρόταση της Γερμανίας, που υιοθετήθηκε από την επίσης Γερμανίδα επικεφαλής της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν, να χρησιμοποιηθούν με διαδικασία, ουσιαστικά, κατάσχεσης τα ρωσικά κεφάλαια εξωτερικού στο Βέλγιο και στη Γαλλία, ύψους περίπου 210 δισ. ευρώ, ως εγγυήσεις για να χρηματοδοτηθεί το Κίεβο.
Αυτό δεν ήταν λογικό και ορθό όχι μόνο για τους ισχυρισμούς της ηγεσίας του Κρεμλίνου -με τον Βλ. Πούτιν στην ετήσια συνέντευξη Τύπου που παραδοσιακά παραχωρεί να χαρακτηρίζει στη βάση αυτή «διαρρήκτες» τους Ευρωπαίους- αλλά και σύμφωνα με τους κανόνες των διεθνών αγορών. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν τις τελευταίες ημέρες ότι αποσιωπήθηκαν οι πολύ έντονες αντιδράσεις γι’ αυτό το σχέδιο από τις διεθνείς αγορές αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με σαφείς δηλώσεις Λαγκάρντ. Όχι τώρα που εξελίσσονταν οι εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στη συνέχεια αυτές της Συνόδου Κορυφής, αλλά πολύ πριν και απολύτως έγκαιρα. Ανάλογες τοποθετήσεις υπήρξαν και από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FSB) και όχι μόνο, όπως προβλήθηκε, από τον Λευκό Οίκο και την ηγεσία Τραμπ. Επίσης παράλογο θα ήταν να ληφθεί μια απόφαση όπου κάθε κράτος-μέλος θα επιβαρυνόταν στον κρατικό του προϋπολογισμό από ένα μέρος του ποσού -ανάλογα με τον όγκο της οικονομίας του και το μέγεθός του- προκειμένου να συγκεντρωθεί, για παράδειγμα, ένα κεφάλαιο συνολικά της τάξης των 90 δισ. ευρώ για να δοθεί προς στήριξη στο Κίεβο. Στην περίπτωση αυτή, για κάθε σοβαρό ηγέτη αφού οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας του θα ήταν σημαντικές και η διάθεση του λαού όλο και πιο αρνητική για την υπόθεση της Ουκρανίας, μια τέτοια λύση θα έπρεπε να θεωρηθεί απαράδεκτη από την αρχή.
Άρα στο τραπέζι υπήρχε μία και μόνο σοβαρή πρόταση προς συζήτηση. Κάτι σαν «take it or leave it», εφόσον η στήριξη τους επόμενους μήνες στην οικονομικά καταρρέουσα Ουκρανία θεωρείτο μονόδρομος για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Ο κοινός δανεισμός, η ανάληψη δηλαδή κοινού χρέους, με τη μορφή του ευρωομόλογου, προκειμένου να υπηρετηθεί ο συγκεκριμένος αυτός στόχος. Και τότε προς τι ή όλη συζήτηση και εμπλοκή που εξελίχθηκε για μήνες; Πού οφείλεται το δράμα και ο διχασμός; Στην αντίληψη των Γερμανών και μιας ομάδας συνοδοιπόρων, τους οποίους πολύ καλά θυμόμαστε στην Ελλάδα από την περίοδο της δικής μας χρεοκοπίας την προηγούμενη δεκαετία. Αυτοί επέμειναν στην αυθαιρεσία της κατάσχεσης των «παγωμένων» ρωσικών κεφαλαίων ως μέρος της λύσης.
Πέραν της έκθεσης που θα είχε η Ευρώπη ως προς τη διεθνή της αξιοπιστία στα χρηματοοικονομικά, το χάσμα με τη Ρωσία θα μεγάλωνε και θα αυξανόταν περαιτέρω η οξύτητα που ήδη κυριαρχεί. Για τους Γερμανούς προφανώς κάτι τέτοιο δεν ήταν αξιοσημείωτο, με δεδομένο ότι πλέον κινούνται στη βάση πως όλο και περισσότερο χάνουν την ηγεσία της Ευρώπης, ενώ έχουν απολέσει υπέρ των Αμερικανών και την ειδική σχέση που είχαν, στα χρόνια της Μέρκελ και ακόμη πιο πριν, με τη Ρωσία καθορίζοντας το imperium στην Ένωση.
Τα όσα εξελίχθηκαν επιβεβαιώνουν την οπτική της Ουάσινγκτον για την κατάσταση στην Ένωση και την ηγεσία της. Πέραν όμως όλων των άλλων, ενώ τελικά με πολύ κόπο και μεγάλη διεθνή έκθεση ελήφθη η πιο σωστή απόφαση για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας, προκειμένου να είναι σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμο με τη Ρωσία και μέσα στην άνοιξη, η Ευρώπη βρέθηκε την επόμενη ημέρα διχοτομημένη. Η τελική επιλογή, που δικαιολογημένα χαιρέτησε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και η ελληνική κυβέρνηση, φέρει 24 υπογραφές και όχι 27. Λείπει η συγκατάθεση της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Αυτό θα συνεχιστεί και κάθε φορά θα λείπουν και περισσότερες υπογραφές. Μέχρι που η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» θα είναι πλέον παρελθόν και θα μιλήσουμε για τη μετά το Μάαστριχτ «νέα τάξη» στην Ευρώπη.
Εφημερίδα Απογευματινή











