Τελευταία ημέρα του 2025 σήμερα και όπως συμβαίνει σε κάθε εικοσιτετράωρο σαν και το σημερινό, στη διάρκεια του οποίου ετοιμαζόμαστε να καλωσορίσουμε τη νέα χρονιά αλλά και ταυτόχρονα αναλογιζόμαστε τι συνέβη σε εκείνη που μας αφήνει στις 12.00 τα μεσάνυχτα, το μυαλό ταξιδεύει σε μνήμες και προσδοκίες, σε χαρές και λύπες. Ο χρόνος που θα αποτελέσει παρελθόν σε λίγες ώρες ήταν για την Ελλάδα και για ολόκληρη την υφήλιο σημείο τομής σε πολλές περιπτώσεις. Αν απομονώσουμε από όλα τα κοσμοϊστορικά που λαμβάνουν χώρα σε έναν πλανήτη, που αλλάζει δραματικά μέρα με τη μέρα, τα τεκταινόμενα στη δική μας μικρή γωνιά της Γης, θα μπορούσαμε να σταθούμε σε πολλά.
Από το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που διαμορφώνεται με φόντο και τις επικείμενες εθνικές εκλογές μέχρι τις μεγάλες προκλήσεις στα εθνικά θέματα και τα ζητήματα ζωτικής σημασίας όπως η αντιμετώπιση της ακρίβειας, ακόμη και το Δημογραφικό. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στην πατρίδα μας, είναι ξεκάθαρο πως, τόσο το 2026 όσο και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το μεγάλο ερώτημα, η απάντηση στο οποίο θα ξεκαθαρίσει το τοπίο στο οποίο θα κληθούμε να συμβιώσουμε στο άμεσο μέλλον αλλά και θα μετρήσει τα ανακλαστικά μας ως κοινωνίας και τη δυνατότητά μας να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα και να αντεπεξέλθουμε στις επερχόμενες δυσκολίες, θα είναι ένα και αν μη τι άλλο σαφές.
Θα κρατήσουμε τα θετικά στοιχεία της δεκαετίας που πέρασε και θα προχωρήσουμε ή, όπως έχει συμβεί και σε άλλες ιστορικές περιόδους, θα υποκύψουμε ως λαός στον πειρασμό των πισωγυρισμάτων, λες και έχουμε ανέβει έναν ουρανοξύστη, αλλά ξαφνικά μόλις φθάνουμε στην κορυφή παθαίνουμε αυτό που λένε οι ειδικοί… έλξη για να βρεθούμε και πάλι –μέσω ελεύθερης πτώσης– στο έδαφος; Το ερώτημα αυτό, που δεν το χαρακτηρίζω δίλημμα, γιατί σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι τέτοιο, μεθερμηνεύεται κάλλιστα στο μυθικών πλέον διαστάσεων δίπολο: σταθερότητα ή λαϊκισμός, προοπτική ή στασιμότητα, ομαλότητα ή ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Είναι αλήθεια ότι ειδικά στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ενισχύθηκε σημαντικά η φωνή και η κοινωνική επιρροή των δυνάμεων και των πολιτών που ομνύουν στην ανάγκη να ακολουθήσει η Ελλάδα το μονοπάτι των τριών πρώτων επιλογών. Η ΝΔ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιστρατεύοντας την αντίστοιχη επιτυχημένη τα προηγούμενα χρόνια συνταγή, κατάφεραν να εκφράσουν αυτό το μεταμνημονιακό ρεύμα.
Σήμερα καλούνται μετά τις αστοχίες, τις σκανδαλώδεις υποθέσεις, την αλαζονεία ορισμένων και την κακώς εννοούμενη κόπωση που σημάδεψε τη δεύτερη κυβερνητική θητεία της «γαλάζιας» παράταξης, που υποθήκευσαν τις θετικές παραμέτρους της διακυβέρνησης για το ίδιο χρονικό διάστημα, να αποδείξουν ότι μπορούν σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία εντός και εκτός συνόρων να εξυπηρετήσουν και πάλι τις ίδιες προσδοκίες.
Έστω και με τη φυσιολογική φθορά των τόσων χρόνων στην εξουσία, έστω και σε μια συνθήκη πολύ διαφορετική σε σχέση με το 2019 και το 2023, όπως φαίνεται να διαμορφώνεται ενόψει της επόμενης κάλπης. Σε διαφορετική περίπτωση η ευθύνη των κυβερνώντων για την πιθανή αστάθεια και ανισορροπία, που με μαθηματική ακρίβεια θα προκύψει, θα είναι τόσο εμφατική που πιθανώς να καταστήσει μακρινή έως και ανύπαρκτη ανάμνηση τις καλές στιγμές αυτής της θητείας, η οποία έγινε συνώνυμο της προοπτικής εξόδου από την κρίση και της εισόδου της χώρας σε απάνεμα λιμάνια, παρά τα μεγάλα προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται σε όλους τους τομείς. Αν μη τι άλλο αυξήθηκε για ένα σημαντικό κομμάτι Ελλήνων το αίσθημα της ασφάλειας και της σταθερότητας.
Μένει να φανεί αν η κυβέρνηση μπορεί να διατηρήσει αυτή την αίσθηση εν μέσω της παραμέτρου των ανεξέλεγκτων ανατιμήσεων, που δεν υπήρχε τότε στον βαθμό που το συζητάμε σήμερα, και αν μπορεί να προσθέσει στο κάδρο της όποιας βελτίωσης συντελέστηκε στο πεδίο της καθημερινότητας μετά την εποχή των μνημονίων εκείνους που παρέμεναν και τότε και τώρα εκτός. Και όταν λέμε «εκτός», εννοούμε εκτός από όλα!
Για να συμβεί αυτό, ο δρόμος είναι ένας. Παραγωγή κυβερνητικού έργου, μετριοπάθεια και υλοποιήσιμες λύσεις στα μεγάλα θέματα. Με τον τρόπο αυτόν ο λαϊκισμός και οι πολιτικοί εκφραστές του θα δουν την ισχύ τους να μειώνεται απελπιστικά. Κλείνοντας, δεν θα μπορούσε κανείς να μην αναφερθεί στο ΠΑΣΟΚ, τον μοναδικό αντιπολιτευτικό πόλο με θεσμική παράδοση και συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα, που οφείλει να βρει τον βηματισμό του και να αντιμετωπίσει με γενναιότητα και σοβαρότητα το άμεσο μέλλον και τα μέτωπα που είτε ήδη έχουν ανοίξει είτε θα ανοίξουν μετά τις κάλπες.
Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουν ότι ίσως έρχεται η ώρα να διαδραματίσουν εκ νέου ιστορικό ρόλο, ανεξαρτήτως της θέσης που τους επιφυλάσσει ο ελληνικός λαός για την ώρα της κάλπης. Αν αυτό καταστεί εφικτό μέσα σε αυτήν τη σύγχυση στην οποία βρίσκονται, τότε και η χώρα θα έχει μαξιλαράκια ασφαλείας αλλά και οι ίδιοι θα κάνουν το χρέος τους έναντι του κινδύνου της πολιτικής και κοινωνικής παράνοιας που παραμονεύει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο παρακαταθήκης και μελλοντικών καταστάσεων…
Εφημερίδα Απογευματινή










