Οι κάλπες στην Ελλάδα απέχουν σχεδόν δυόμισι χρόνια. Μέχρι τότε, η κυβέρνηση καλείται να δείξει ότι έχει σχέδιο και πρόγραμμα για όσα τούς απασχολούν (καλά αμειβόμενη εργασία, εύρεση στέγης κ.ά.)
Οι πλατείες και οι δρόμοι την Παρασκευή θα γεμίσουν (και) από νέους. Σε πολλά σημεία ανά την επικράτεια. Δεν είναι μόνο η τραγωδία των Τεμπών, που συμπληρώνει δύο χρόνια στις 28 Φεβρουαρίου, αυτή που θα τους κινητοποιήσει. Ασφαλώς είναι και αυτή: Ζητούν δικαιοσύνη, αναζητούν την αλήθεια, θέλουν καλύτερα τρένα και σιδηροδρομικό δίκτυο, ανησυχούν με αυτά που ακούνε δεξιά και αριστερά για συγκάλυψη, έχουν χαμηλή εμπιστοσύνη και στις τρεις εξουσίες.
Εξάλλου πολλά από τα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος ήταν συνομήλικοί τους, μπορούν εύκολα να ταυτιστούν με το δράμα των οικογενειών τους, να σκεφτούν τι θα γινόταν αν ήταν οι ίδιοι μέσα στα πρώτα βαγόνια της μοιραίας εκείνης επιβατικής αμαξοστοιχίας.
Για την κυβέρνηση βέβαια, το ζήτημα της διαλεύκανσης των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία δεν έχει να κάνει με ηλικίες και ακροατήρια – είναι ένα στοίχημα που καλείται να κερδίσει, υποστηρίζοντας με κάθε δυνατό τρόπο το έργο της Δικαιοσύνης. Πολιτικά ωστόσο, το ζήτημα της οργής ή της αγανάκτησης ή της απογοήτευσης των νέων (δεν υπάρχουν οριζόντια συναισθήματα, ειδικά σε αυτή τη γενιά) πρέπει να την απασχολήσει περισσότερο.
Από τα δύο μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη -αυτό που προηγήθηκε και αυτό που έπεται- μέχρι τις εθνικές εκλογές μεσολαβούν κάτι λιγότερο από δυόμισι χρόνια. Χρόνος ικανός να δείξει στη νέα γενιά ότι αφουγκράζεται τις ανάγκες της, ότι παίρνει πρωτοβουλίες και σχεδιάζει πολιτικές που την αφορούν. Αρκετές κινήσεις έχουν γίνει στην κατεύθυνση αυτή την τελευταία πενταετία, κάτι που έδωσε και στην τελευταία εθνική κάλπη ένα αναπάντεχο για τα ιστορικά πολιτικά δεδομένα της χώρας προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία: Με βάση τα exit polls του Ιουνίου του 2023, οι νέοι ηλικίας 17-34 ετών ψήφισαν ΝΔ κατά 27,7%, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί στο 20%.
Το ρεύμα ωστόσο της εποχής, που «φυσάει» προς τα πιο συντηρητικά, εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς, έχει ισχυρή εκπροσώπηση και στη νέα γενιά. Στη Γερμανία προχθές, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είχε πάνω από το εθνικό ποσοστό της και στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 ετών (21%) και στους 25-34 (23%), αλλά και στους 35-44 (26%). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγους μήνες νωρίτερα, το 56% των νέων ανδρών ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές. Το 2020, το ίδιο ποσοστό είχε ψηφίσει τον Τζο Μπάιντεν. Στις δε νέες γυναίκες, ο Τραμπ έχασε από την Καμάλα Χάρις, αλλά με το ποσοστό του να σκαρφαλώνει στο 40%, έναντι 33% το 2020.
Ας εστιάσουμε στους millennials, τη γενιά για την οποία έχει γίνει ο περισσότερος λόγος -και οι περισσότερες έρευνες- τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για τους νέους και τις νέες που έχουν γεννηθεί από το 1981 ως το 1996, είναι δηλαδή σήμερα από 28 έως 43 ετών. Σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου (της Ελλάδας μη εξαιρουμένης) και σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις, τα ζητήματα που τους απασχολούν είναι παρεμφερή: η αναζήτηση μιας καλά αμειβόμενης εργασίας, η εύρεση στέγης, η ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, το περιβάλλον κ.ά.
Τα υπερδεξιά κόμματα «παίζουν» πάνω σε υπαρκτούς και ανύπαρκτους ενόχους και σε απλουστευτικά σχήματα, υποστηρίζοντας ότι για την απώλεια θέσεων εργασίας ευθύνεται η παγκοσμιοποίηση, για το Στεγαστικό οι πρόσφυγες και οι μετανάστες και τα σπίτια που τους παρέχονται μέσω διαφόρων προγραμμάτων κ.λπ.
Όπως είπαμε, οι κάλπες στην Ελλάδα απέχουν σχεδόν δυόμισι χρόνια. Μέχρι τότε η κυβέρνηση σίγουρα δεν θα έχει λύσει το μείζον πρόβλημα του Στεγαστικού ούτε θα έχει εκμηδενίσει την ανεργία. Καλείται να δείξει όμως ότι έχει χειροπιαστές, εφαρμόσιμες λύσεις που αποδίδουν καρπούς. Ότι έχει σχέδιο και πρόγραμμα για όλα τα ζητήματα που απασχολούν τη νέα γενιά – και ότι την κάνει συμμέτοχο στον σχεδιασμό αυτό.
Και ίσως ότι αντιλαμβάνεται πως ο τρόπος που έχει δομηθεί η μεταλυκειακή και τριτοβάθμια εκπαίδευση και η αγορά εργασίας στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει ριζικά προβλήματα που απαιτούν ριζικές λύσεις.
Αλλιώς, πώς εξηγεί κανείς το φαινόμενο που περιγράφει σε πρόσφατη ανάρτησή του ο πρόεδρος του ΑΣΕΠ, Θάνος Παπαϊωάννου: «Μέχρι τις 10.00 σήμερα το πρωί, είχαν υποβάλει αίτηση για πρόσληψη στο Δημόσιο σε 2.217 θέσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 96.500 υποψήφιοι και ήταν ακόμη σε κατάσταση προχωρημένης επεξεργασίας αιτήσεων αρκετές χιλιάδες άτομα».
Εφημερίδα Απογευματινή