
Η Κιμ Καρντάσιαν μπήκε στο γαλλικό δικαστήριο σαν μια μικροσκοπική, εκθαμβωτική αυτοκράτειρα από μια μακρινή χώρα, κάτι που συνοψίζει λίγο πολύ την παγκόσμια θέση της. Με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά και ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα Balenciaga με βαθύ ντεκολτέ, το σκηνικό ήταν πολύ «η Μπάρμπι στο δικαστήριο» και «υπερκαυτή δίκαιη τιμωρός».
Η μητέρα της, Κρις Τζένερ, ήταν παρούσα και οι δύο ριάλιτι σταρ έκαναν τη βασιλική τους πομπή μέσα από το διάσημο δικαστικό συγκρότημα στην καρδιά του Παρισιού. Αυτό είναι το μέρος όπου, λίγο πριν από 230 χρόνια, η Μαρία Αντουανέτα έλαβε τη θανατική της καταδίκη. Η επανάσταση βρισκόταν στον αέρα τότε. Σήμερα θα αντιμετωπίζαμε ένα διαφορετικό είδος λογοδοσίας από ένα διαφορετικό είδος βασίλισσας, αν και ο τελικός στόχος ήταν σχεδόν ο ίδιος· πρέπει να πέσουν κεφάλια.
«Δεν ήταν μόνο τα κοσμήματα», παραπονέθηκε κάποια στιγμή στους ενόρκους η κυρία Καρντάσιαν. «Κάποιος μου πήρε τις αναμνήσεις μου». Η κ. Καρντάσιαν εισήλθε στην αίθουσα του δικαστηρίου λίγο μετά το μεσημέρι. Φορούσε διαμάντια αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου λιρών, τα οποία ήταν είτε μια λαμπερή απάντηση στους άνδρες που τη λήστεψαν, είτε μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά για την πιο λαμπερή δισεκατομμυριούχο.
«Γεια σας», είπε στον δικαστή Νταβίντ Ντε Πα, χωρίς ίσως να θέλει να ακουστεί τόσο ζωηρή και σέξι. Ακούστηκαν χαχανητά από τα παγκάκια του Τύπου, καθώς ευχαρίστησε το δικαστήριο που της έδωσε την ευκαιρία να «πει την αλήθεια της» και μίλησε για το πόσο πολύ της άρεσε κάποτε να περπατάει στο Παρίσι, να ψωνίζει βλέποντας βιτρίνες και να «πίνει ζεστή σοκολάτα».
Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για να πέσουν βροχή τα δάκρυα και να ξεκινήσει η πονεμένη ιστορία. Η κυρία Καρντάσιαν άρχισε να κλαίει όταν θυμήθηκε την απελπισμένη συζήτηση με τους άνδρες που τη λήστεψαν πριν από σχεδόν δέκα χρόνια. «Τους είπα, "Έχω μωρά! Μπορείτε να τα πάρετε όλα, εγώ θέλω μόνο να πάω σπίτι στα μωρά μου"», είπε. «Με τράβηξε προς το μέρος του και είπα μια προσευχή», θυμήθηκε, περιγράφοντας λεπτομερώς τη στιγμή που φοβήθηκε περισσότερο για τη ζωή της. «Ήμουν σίγουρη ότι εκείνη ήταν η στιγμή που θα με βίαζε. Πραγματικά πίστευα ότι θα πέθαινα».
Η κυρία Καρντάσιαν κουνούσε τα χέρια της όντας συναισθηματικά φορτισμένη, φανερώνοντας το μαγευτικό μανικιούρ της, μακριά νύχια βαμμένα λευκά. Στις πιο ήσυχες στιγμές, όταν δεν μιλούσε, σταύρωνε σεμνά τα χέρια της και κοιτούσε ευθεία τον δικαστή. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν έδωσε καλή μαρτυρία, αν και η αμερικάνικη προφορά της σε συνδυασμό με μια βραχνάδα και ένα κλαψούρισμα στη φωνή της στο τέλος κάθε πρότασης, είναι ένα βασανιστήριο για τους ακουστικά ευαίσθητους.
«Εκτιμώ σίγουρα την επιστολή», είπε, σχετικά με τη συγγνώμη που της έστειλε ένας από τους κατηγορούμενους, «αλλά δεν αλλάζει το συναίσθημα ή το ψυχικό τραύμα».
Η κ. Καρντάσιαν είπε ότι εκείνη τη νύχτα, ένας από τους ληστές έδειξε το δάχτυλό της και της φώναξε: «Το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι»! Έκανε και η ίδια την κίνηση, δείχνοντας το δάχτυλό της. Συμπτωματικά, το δάχτυλό της είχε και τώρα ένα εξαιρετικά συμπαγές, πανέμορφο διαμάντι.
Η κ. Καρντάσιαν επέστρεψε στο Παρίσι για να καταθέσει σε μια δίκη που είναι γνωστή εδώ ως «Proces De La Rue Tronchet», το όνομα της οδού όπου έγινε η ληστεία. Παρακολουθούσε την Εβδομάδα Μόδας το 2016, όταν τη λήστεψαν υπό την απειλή όπλου, την έδεσαν με δεματικά καλωδίων, τη φίμωσαν με μονωτική ταινία, την έριξαν στη μπανιέρα του πολυτελούς ξενοδοχείου όπου διέμενε και της αφαίρεσαν κοσμήματα αξίας 7,5 εκατομμυρίων λιρών. Μια τρομακτική δοκιμασία, αλλά ξέρω ακριβώς τι σκέφτεστε: Ποιος ταξιδεύει με τόσα πολλά κοσμήματα στις αποσκευές του;
Ωστόσο, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η βαλίτσα της κυρίας Καρντάσιαν είναι μια ειδική περίπτωση. Εξάλλου είναι μια από τις πλουσιότερες γυναίκες στον κόσμο, κάποια που δεν ντρέπεται καθόλου για τις χρυσές τουαλέτες της και το ιδιωτικό της τζετ με την κασμιρένια επένδυση. Ισχύουν διαφορετικοί κανόνες για εκείνη. Εννέα άνδρες και μία γυναίκα δικάζονται για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της ληστείας, ενώ ο γαλλικός Τύπος τους έχει ονομάσει «ληστές-παππούδες» λόγω της ηλικίας τους.
Οι περισσότεροι είναι πλέον εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες, ενώ ένας ύποπτος έχει ήδη πεθάνει και ένας άλλος έχει απαλλαγεί επειδή έχει προχωρημένη άνοια. «Νόμιζα ότι ήταν νεότεροι» υποστήριξε η κυρία Καρντάσιαν στο δικαστήριο, κάτι που ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους της δεδομένων των περιστάσεων.
Εκεί ήταν και ο Γιουνίς Αμπάς, 72 ετών, ο οποίος έχει γράψει και βιβλίο για τη συμμετοχή του στη ληστεία, με τον ξεκάθαρο τίτλο: «Απήγαγα την Κιμ Καρντάσιαν». Στο πλάι του δικαστηρίου καθόταν η 79χρονη ερωμένη του Ομάρ, η Κριστιάν «Κάθι» Γκλοτίν, μια κατά συρροή εγκληματίας που φέρεται ότι επίσης εμπλέκεται. Έχει μία λίστα προηγούμενων καταδικών τόσο μακριά όσο η λιμουζίνα της κυρίας Καρντάσιαν.
Μιλώντας γι' αυτό, δεδομένου ότι η κ. Καρντάσιαν έχει πει σχεδόν το σύνολο της κατάθεσής της σε προηγούμενες συνεντεύξεις στον Τύπο, ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τον σκοπό της σημερινής εμφάνισής της εδώ, εκτός ίσως από το να εξηγήσει λεπτομερέστερα τα βάσανά της.
Ωστόσο δέχτηκε, επίσης, τις συγγνώμες και τις ενοχές των κατηγορουμένων, διότι, όπως είπε, είχε συνειδητοποιήσει κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας ότι και οι ίδιοι είχαν υποφέρει. «Ήθελα να συμμετάσχω σε αυτό, επειδή είμαι θύμα σε αυτή την υπόθεση», είπε.
Γύρω από την κυρία Καρντάσιαν στην αίθουσα του δικαστηρίου, άχρωμοι στις σκιές της διαμαντένιας λάμψης της, οι σκυθρωποί ληστές-παππούδες έδειχναν να καταλαβαίνουν ότι μια μακρά περίοδος κλεισίματος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και στο δικό τους, όχι και τόσο μακρινό, μέλλον.
Η υπόθεση συνεχίζεται.
ΤΗΣ JAN MOIR, ΣΤΟ ΠΑΡΊΣΊ ©Associated Newspapers Limited
Κυριακάτικη Απογευματινή