
Ο «επικίνδυνος» μοναχικός τύπος που προσπάθησε να απαγάγει την πριγκίπισσα Άννα είναι και πάλι στους δρόμους – αμετανόητος και ακόμα εμμονικός. Ο Ίαν Μπολ παραμόνευε την πριγκίπισσα ένα βράδυ τον Μάρτιο του 1974, πριν στήσει ενέδρα στο αυτοκίνητό της και πυροβολήσει τέσσερις άνδρες που πήγαν να τη βοηθήσουν. Φυλακίστηκε στο Ολντ Μπέιλι «χωρίς χρονικό περιορισμό» βάσει του νόμου περί ψυχικής υγείας, αφού ομολόγησε την απόπειρα απαγωγής και δύο απόπειρες δολοφονίας.
Όμως η «Daily Mail» αποκαλύπτει ότι έχει αποφυλακιστεί από την ασφαλή ψυχιατρική κλινική Μπρόουντμουρ και διεξάγει εκστρατεία για να αποκαταστήσει το όνομά του. Αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή και μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα, παρά το γεγονός ότι συνεχίζει να έχει εμμονή με εκείνη τη νύχτα. Αφού αποφυλακίστηκε αθόρυβα το 2019, ο Μπολ δημοσίευσε μόνος του ένα δυσάρεστο βιβλίο για τα γεγονότα του 1974 και επισκέπτεται παλιά στέκια σε μια προσπάθεια να αποδείξει την αθωότητά του, παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει ένοχος στο δικαστήριο.
Σε μια ασυνήθιστη συνέντευξη στην «Daily Mail», ο Μπολ, 77 ετών σήμερα, δήλωσε: «Είμαι ένας αθώος, λογικός άνθρωπος, διότι είχα βάσιμους λόγους να πιστεύω ότι η πυρίτιδα είχε αφαιρεθεί από τις σφαίρες [στο όπλο μου] και μια άλλη κοπέλα είχε αντικαταστήσει την πριγκίπισσα Άννα». Ισχυρίζεται ότι φυλακίστηκε άδικα από την «ανώτερη τάξη» – υποθέτοντας ότι η εκλιπούσα βασίλισσα ήταν η «αρχηγός του κυκλώματος» και λέγοντας ότι φυλάκισαν «έναν αθώο, λογικό άνθρωπο σε ένα φρενοκομείο για εγκληματίες, επειδή είναι ένας πολύ επικίνδυνος αντιφρονών της εργατικής τάξης και αποτελεί σοβαρή απειλή για τον πολυτελή τρόπο ζωής τους».
«Χάσιμο χρόνου»
Ο Μπολ επέμεινε ότι θα ήταν «χάσιμο χρόνου» να ζητήσει συγγνώμη από τους άνδρες που πυροβόλησε, ενώ δήλωσε για την Άννα, που είχε στραμμένα δύο όπλα στο πρόσωπό της: «Δεν ενοχλήθηκε εκείνη τη νύχτα… Δεν την τρόμαξα. Εγώ φοβόμουν περισσότερο από εκείνη». Η «Daily Mail» γνωρίζει ότι η πριγκίπισσα Άννα και οι επικεφαλής της βασιλικής ασφάλειας ενημερώθηκαν για την απελευθέρωσή του.
Τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ αρνήθηκαν να σχολιάσουν χθες βράδυ. Αλλά ένας συγγενής του Μπολ έκλαψε όταν έμαθε ότι συνεχίζει να έχει εμμονή με την υπόθεση. Ο συγγενής, ο οποίος ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το όνομά του, είπε: «Φαίνεται ότι πραγματικά δεν είναι πολύ καλά και η εμμονή με όλα αυτά τον έχει κυριεύσει ξανά. Το γνώριζα ότι είχε αποφυλακιστεί από το Μπρόουντμουρ, αλλά κάποια μέλη της οικογένειας δεν το ήξεραν και θα πάθουν σοκ. Μου είχε γράψει μερικές φορές και φαινόταν πολύ καλύτερα.
Τίποτε δεν έδειχνε ότι εξακολουθούσε να έχει σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Έκανε φυσιολογικά πράγματα. Πήγε διακοπές στο εξωτερικό, πήγαινε στο θέατρο, έπαιρνε μέρος σε καθημερινές δραστηριότητες. Ξέρω ότι ζούσε σε κάποιον ξενώνα και υποθέτω ότι εξακολουθεί να λαμβάνει κάποιου είδους θεραπεία». Όταν παρουσιάστηκε στο Ολντ Μπέιλι τον Μάιο του 1974, δύο μήνες μετά το περιστατικό, ο Μπολ δεν έκανε καμία προσπάθεια να αρνηθεί την απόπειρα απαγωγής, την απόπειρα δολοφονίας δύο αστυνομικών και τον τραυματισμό ενός σοφέρ και ενός δημοσιογράφου.

Παραδέχτηκε ότι σταμάτησε με το Ford Escort του μπροστά από το αυτοκίνητο της πριγκίπισσας Άννας και στη συνέχεια, υπό την απειλή όπλου, της άρπαξε το χέρι και την απείλησε ότι θα την πυροβολήσει. Κάποια στιγμή «παιζόταν διελκυστίνδα» για την πριγκίπισσα, με τον Μπολ να τραβάει το δεξί της χέρι και τον σύζυγό της, πλοίαρχο Μαρκ Φίλιπς, το αριστερό της, με αποτέλεσμα να σκιστεί το βελούδινο φόρεμά της.
Μπροστά σε πολλούς μάρτυρες ο Μπολ χρησιμοποίησε δύο όπλα για να πυροβολήσει τον αστυνομικό σωματοφύλακά της, τον σοφέρ της, έναν αστυνομικό και έναν δημοσιογράφο που έσπευσαν να βοηθήσουν, μέχρι που ένας περαστικός πυγμάχος βοήθησε την αστυνομία να τον ακινητοποιήσει.
Καθαρή τύχη
Το γεγονός ότι δεν πέθανε κανείς οφείλεται σε καθαρή τύχη. Ωστόσο, από τότε που αποφυλακίστηκε, ο Μπολ διεξάγει μια μοναδική εκστρατεία για να αποδείξει την αθωότητά του. Οι ισχυρισμοί του παρουσιάστηκαν στο «αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα» που δημοσίευσε ο ίδιος, με τίτλο «To Kidnap a Princess», το οποίο πωλείται ανοιχτά, αλλά έχει περάσει απαρατήρητο, στο Amazon από το 2022. Το «δραματικό και συναρπαστικό» βιβλίο των 150 σελίδων δείχνει ότι δεν έχει καταφέρει να κατανοήσει τη σοβαρότητα των εγκλημάτων του, ενώ η περίληψη λέει: «Θα σας κάνει να γελάσετε, θα σας κάνει να κλάψετε, αλλά τελικά θα σας καταπλήξει για το ακατάλυτο του ανθρώπινου πνεύματος».
Προσπαθώντας να προωθήσει τον στόχο του να αποδείξει ότι η αιματηρή απόπειρα απαγωγής ήταν μια «φάρσα που πήγε στραβά», τους τελευταίους μήνες πληρώνει 15 λίρες την ώρα σε περιστασιακούς εργαζόμενους για να μοιράσουν χιλιάδες φυλλάδια γύρω από την πρώην κατοικία του στο δυτικό Λονδίνο. Τα φυλλάδια καλούν όσους έχουν αναμνήσεις από αυτόν πριν από μισό αιώνα να τον συναντούν σε ένα κεντρικό σημείο σε καθορισμένη ώρα κάθε μήνα.
Ο Μπολ χρησιμοποιεί επίσης τους λογαριασμούς του στο Facebook και το X, όπου περιγράφει τον εαυτό του ως «τρελάρα», για να αναρτά μηνύματα με τα οποία ζητά βοήθεια για να ασκήσει έφεση κατά της καταδίκης του και να διεκδικήσει αποζημίωση. Έχει μια ταχυδρομική θυρίδα για παραδόσεις μακριά από τον ξενώνα του. Συνέχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Άντονι Στιούαρτ», το οποίο υιοθέτησε πριν από την ενέδρα στην πριγκίπισσα Άννα και συνεχίζει να χρησιμοποιεί την ίδια περίπλοκη δικαιολογία, την οποία προέβαλε για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την παραδοχή της ενοχής του, ότι η απόπειρα απαγωγής ήταν μια φάρσα που στήθηκε με τη βοήθεια ενός «φίλου» αστυνομικού τον οποίο γνώριζε μόνο ως «Φρανκ» – με στόχο να κερδίσει δημοσιότητα για μια υποτιθέμενη επικερδή αυτοβιογραφία.
Ο Μπολ διεξήγαγε την εκστρατεία του από τα ψυχιατρικά ιδρύματα υψηλής ασφαλείας Ράμπτον και Μπρόουντμουρ, αλλά τώρα το κάνει από το δωμάτιο του ξενώνα του σε μια εργατική κατοικία κοντά στο Νότινγκ Χιλ, στο δυτικό Λονδίνο. Επίσης, έχει ξοδέψει δεκάδες χιλιάδες λίρες, τις οποίες ισχυρίζεται ότι είχε αποταμιεύσει από επιδόματα που λάμβανε, για να κάνει ταξίδια στα Μπαρμπάντος και στην Ιαπωνία – αν και δεν έφυγε ποτέ από το αεροδρόμιο του Τόκιο, καθώς εξαιτίας του ποινικού του μητρώου απελάθηκε κατά την άφιξή του. Χθες βράδυ, το υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε: «Οι ασθενείς με περιορισμούς μπορούν να ανακληθούν στο νοσοκομείο, εάν η ψυχική τους υγεία επιδεινωθεί σε βαθμό που ο κίνδυνος να μην είναι διαχειρίσιμος στην κοινότητα».
Η «Daily Mail» γνωρίζει ότι πρέπει να γίνονται ενδελεχείς αξιολογήσεις κινδύνου για τους «ασθενείς με περιορισμούς», όπως ο Μπολ, πριν αποφυλακιστούν και επιστρέψουν στην κοινότητα, και ότι οι γιατροί έχουν την εξουσία να «διαχειρίζονται τον κίνδυνο για το κοινό».
Από τους Neil Sears
και Elizabeth McCafferty
@Associated Newspapers Limited