Η ληστεία του αιώνα ύψους 500 εκατ. δολαρίων

Ενας γοητευτικός Ιταλός, οπλισµένος µε κολλητική ταινία, λακ και σφουγγαρίστρα, εκπόρθησε το «Φορτ Νοξ» της συνοικίας διαµαντιών της Αµβέρσας, σε µια τολµηρή ληστεία αντάξια της πλοκής της «Συµµορίας των Εντεκα», και «την πάτησε» από µισοφαγωµένο σάντουιτς µε σαλάµι
09:36 - 9 Σεπτεμβρίου 2025
Η ληστεία του αιώνα

Υπήρχαν πολλοί, σοβαροί λόγοι για να µην αποπειραθεί κάποιος να ληστέψει το υπόγειο θησαυροφυλάκιο του Παγκόσµιου Κέντρου ∆ιαµαντιών της Αµβέρσας. Κατ’ αρχάς, βρισκόταν δύο ορόφους κάτω, στο υπόγειο, και πίσω από µια ατσάλινη πόρτα µε βάθος ενός µέτρου, µε µαγνητικό συναγερµό ασφαλείας, κλειδί µάστερ µε δύο µέρη και δεύτερη κλειδαριά µε ένα εκατοµµύριο πιθανούς συνδυασµούς. Μπαίνοντας µέσα, υπήρχαν άπειροι αισθητήρες κίνησης, θερµότητας και φωτός για να εξουδετερωθούν. Υπήρχαν βιντεοκάµερες παντού. Α, ναι, και γύρω γύρω στο θησαυροφυλάκιο σαν σε κυψέλη υπήρχαν 189 µεταλλικές θυρίδες, όλες κλειδωµένες, µε την καθεµία να χρειάζεται το δικό της κλειδί και τον δικό της τριµερή κωδικό συνδυασµού.

Συν τοις άλλοις, µε ένα προσωπικό από µόνιµους φρουρούς, το κτίριο γραφείων του Κέντρου ∆ιαµαντιών ήταν το πιο αυστηρά προστατευµένο στην περιοχή διαµαντιών της βελγικής πόλης. Η οποία, µε τη σειρά της, ήταν εξοπλισµένη µε περισσότερες από 50 κάµερες, µπάρες, συστήµατα ασφαλείας και τη δική της αστυνοµική δύναµη. Και δεν είναι περίεργο, δεδοµένου ότι οι έµποροι σε αυτούς τους τρεις δρόµους διακινούσαν εµπορεύµατα αξίας έως και 200 εκατοµµυρίων δολαρίων την ηµέρα. Ακόµα και η οµάδα της χολιγουντιανής ταινίας «Η συµµορία των έντεκα» θα το σκεφτόταν καλύτερα.

Οµως, στις 15 Φεβρουαρίου 2003 ο Λεονάρντο Νοταρµπαρτόλο, µαζί µε άλλους τρεις από την εγκληµατική συµµορία «Σχολή του Τορίνου» -τον Σπίντι (Πιέτρο
Τάβανο), τον Μάνστερ (Φερντινάντο Φινότο) και τον Τζίνιους (Ελιο Ντ’Ονόριο) και µε τη βοήθεια του Κι Μάστερ, του καλύτερου κλειδαρά και κλειδοποιού στην αγορά, ο οποίος δεν έχει αναγνωριστεί ποτέ- λεηλάτησαν τις θυρίδες, έκλεψαν διαµάντια, µετρητά, χρυσό και κοσµήµατα αξίας έως και 500 εκατοµµυρίων δολαρίων και τράπηκαν σε φυγή.

∆εν ακούστηκε κανένας συναγερµός. ∆εν χρησιµοποιήθηκε βία. Κανείς δεν τραυµατίστηκε. Ηταν η µεγαλύτερη και πιο εξωφρενική ληστεία του αιώνα και έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσµο. Η εφευρετικότητα, ο σχεδιασµός και η εξαιρετική επινοητικότητά τους -χρησιµοποιώντας οικιακά αντικείµενα, όπως σφουγγαρίστρες, λακ µαλλιών και µαύρη κολλητική ταινία για να απενεργοποιήσουν βασικά µέρη του υπερσύγχρονου συστήµατος ασφαλείας- ήταν πιο εξοργιστικά από οποιαδήποτε ταινία.

Ετσι, φαινόταν σχεδόν ντροπιαστικό όταν µέσα σε λίγες εβδοµάδες και κατά γελοίο τρόπο -κυρίως χάρη στο DNA ενός µισοφαγωµένου σάντουιτς µε σαλάµι- όλοι εκτός από τον Κι Μάστερ συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Εκτοτε έχουν κυκλοφορήσει βιβλία, ντοκιµαντέρ και άρθρα σχετικά µε τη ληστεία, αλλά τα ερωτήµατα παραµένουν. Πώς έσπασαν τον κωδικό συνδυασµού; Και ποιος ήταν ο απόλυτος εγκέφαλος; Πόσοι άλλοι ξέφυγαν; Ποιος ήταν ο Κι Μάστερ; Τι απέγιναν όλα τα λάφυρα που δεν είδαµε ποτέ ξανά;

Απαντήσεις από τον «εγκέφαλο»

Και τώρα, 22 χρόνια αργότερα, φαίνεται ότι έχουµε επιτέλους κάποιες απαντήσεις,χάρη σε µια εξαιρετική συνέντευξη µε τον Νοταρµπαρτόλο, τον εκπληκτικά γοητευτικό κλέφτη στο επίκεντρο όλων αυτών, ο οποίος καταγόταν από το Πιεµόντε και αγαπούσε το καλό φαγητό, τη σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά πέρασε τρία χρόνια προετοιµάζοντας σχολαστικά τη ληστεία. Νοίκιασε ένα γραφείο στον πέµπτο όροφο µέσα στο Κέντρο ∆ιαµαντιών -το οποίο, παραδόξως, δεν έλεγξε ποτέ τα διαπιστευτήριά του- καθώς και µια θυρίδα ασφαλείας στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο. Ζούσε σε ένα µικρό διαµέρισµα κοντά και ενσωµατώθηκε στην κοινότητα των διαµαντιών, γνωρίζοντας το προσωπικό των γραφείων, παρακολουθώντας τα µυριάδες συστήµατα ασφαλείας και πάντα σχεδιάζοντας, σχεδιάζοντας, σχεδιάζοντας.

Οι αποκαλύψεις αποτελούν µέρος ενός εξαιρετικού νέου προγράµµατος του Netflix, «Stolen: Heist Of The Century» από τον Μαρκ Λιούις, τον εγκέφαλο πίσω από τις επιτυχίες της συνδροµητικής πλατφόρµας «Don’t F**k With Cats» και «Vatican Girl».

Στη σειρά «Stolen» συµµετέχουν επίσης µέλη της 22µελούς Οµάδας ∆ιαµαντιών της Οµοσπονδιακής Αστυνοµίας που χειρίστηκαν την έρευνα. Και οι οποίοι κάθονται και ξύνουν το πιγούνι τους µε δυσπιστία, καθώς ο Νοταρµπαρτόλο -τώρα µε γκρίζα µαλλιά αλλά ακόµα γοητευτικός – µας δείχνει βήµα προς βήµα, λεπτό προς λεπτό, πώς το έκαναν. Αποκαλύπτοντας πώς απενεργοποίησαν το εξωτερικά ελεγχόµενο µαγνητικό σύστηµα ασφαλείας στην πόρτα του θησαυροφυλακίου. Πώς έσπασαν τον κώδικα µε µια µικροσκοπική βιντεοκάµερα. Και πώς η οµάδα είχε πρόσβαση σε αυτό το υποτιθέµενα ασφαλές κτίριο περισσότερες από 30 φορές κατά την προετοιµασία της ληστείας.

«Μπαίναµε και βγαίναµε από το µέρος πανεύκολα!» λέει. Και, τελικά, πώς πιάστηκαν από ένα λάθος τόσο ηλίθιο, που δεν το πιστεύει κανείς; Στην πραγµατικότητα, πολλά από αυτά δεν είναι δυνατόν να τα πιστέψουµε. Συµπεριλαµβανοµένου του ισχυρισµού του Νοταρµπαρτόλο ότι ο πραγµατικός εγκέφαλος δεν ήταν αυτός, αλλά ένας σκιώδης χαρακτήρας µε το όνοµα «Αλεσάντρο» -ο οποίος δεν έχει ταυτοποιηθεί ποτέ. Και ότι ο «Αλεσάντρο» επέµενε να παραµείνει ο Νοταρµπαρτόλο -που γνώριζε καλύτερα το κτίριο- έξω στο αυτοκίνητο ως παρατηρητής καθ’ όλη τη διάρκεια της ληστείας.

Αλλά, προς το παρόν, ας επιστρέψουµε στο Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου 2003, το Σαββατοκύριακο του Αγίου Βαλεντίνου στην Αµβέρσα. Το µηνιαίο φορτίο διαµαντιών από την De Beers (τη βρετανονοτιοαφρικανική εταιρεία που κατασκεύασε το δαχτυλίδι αρραβώνων της Μέγκαν) είχε µόλις φτάσει. Η εταιρεία ήταν επίσης χορηγός των Αγώνων ∆ιαµαντιών De Beers, ενός επαγγελµατικού τουρνουά τένις γυναικών, το οποίο παρακολουθούν µεγάλα ονόµατα του κόσµου των διαµαντιών και στο οποίο όλοι θέλουν να δουν τη Σερένα Ουίλιαµς να αγωνίζεται για να κερδίσει µια χρυσή ρακέτα µε διαµάντια. Αποτέλεσµα, η παγκόσµια πρωτεύουσα των διαµαντιών δεν θα µπορούσε να είναι πιο πληµµυρισµένη από πολύτιµους λίθους.

Τα περισσότερα διαµάντια βρίσκονταν στο θησαυροφυλάκιο του Κέντρου ∆ιαµαντιών, διαστάσεων 27 επί 28 ποδιών, το οποίο είναι γνωστό ως το πιο ασφαλές στον κόσµο. Για να φτάσουν στη λεία τους, η συµµορία, φορώντας γάντια και µάσκες, µπήκε στο κτίριο µέσα στη νύχτα µέσω σκάλας από το παράθυρο του πρώτου ορόφου (και όχι από το γκαράζ, όπως θεωρούνταν) και πήρε το ασανσέρ για να κατεβεί στο υπόγειο.

Το ακατόρθωτο

Πετώντας µερικές τσαλακωµένες σακούλες σκουπιδιών πάνω από τις κάµερες ασφαλείας στο λόµπι έξω από το θησαυροφυλάκιο, κάτι που πιθανώς κατάφεραν µε τη χρήση της επεκτεινόµενης σφουγγαρίστρας, πήγαν σε µια αποθήκη για να ανακτήσουν µια συσκευή εγγραφής βίντεο που ήταν κρυµµένη σε έναν πυροσβεστήρα. Σύµφωνα µε τον Νοταρµπαρτόλο, αυτή συνδεόταν µε µια µικροσκοπική κάµερα που ήταν κρυµµένη σε ένα φωτιστικό που κρεµόταν πάνω από την κλειδαριά συνδυασµού στην πόρτα του θησαυροφυλακίου. Στεκόµενοι µπροστά από το θησαυροφυλάκιο λίγο πριν από τα µεσάνυχτα, παρακολούθησαν το φιλµ, το οποίο έδειχνε τον συνδυασµό που χρησιµοποιήθηκε το προηγούµενο βράδυ (άλλαζε µία φορά την εβδοµάδα) και, ιδού, «έσπασαν» τον κωδικό.

Τα επόµενα εµπόδια ήταν το κλειδί µε δύο µέρη και η µαγνητική κλειδαριά ασφαλείας στην πόρτα του θησαυροφυλακίου. Το κλειδί ήταν δυνητικά προβληµατικό, καθώς αποτελούνταν από δύο µέρη που συναρµολογούνταν και αποθηκεύονταν χωριστά. Ετσι, προφανώς, ο Κι Μάστερ είχε κατασκευάσει ένα πολύπλοκο αντίγραφο, έχοντας ως βάση βίντεο και φωτογραφίες. Αλλά για καλή τους τύχη, οι απρόσεκτοι φρουροί είχαν αφήσει το κλειδί άθικτο και κρεµασµένο στην αποθήκη, οπότε φαίνεται ότι χρησιµοποίησαν αυτό (αν και ο Νοταρµπαρτόλο είναι λίγο ασαφής σε αυτό το σηµείο). Εν τω µεταξύ, ο µαγνητικός συναγερµός -ο οποίος θα χτυπούσε εκτός του χώρου σε περίπτωση παραβίασης- είχε απενεργοποιηθεί ηµέρες πριν από ένα µέλος της οµάδας που εµφανίστηκε ως τεχνίτης.

Ετσι, µε την παράκαµψη όλων των συστηµάτων, η πόρτα του θησαυροφυλακίου άνοιξε, αφήνοντας µια εσωτερική πύλη, την οποία άνοιξαν µε ένα δοχείο µπογιάς και άρχισαν να απενεργοποιούν τους αισθητήρες στο εσωτερικό του θησαυροφυλακίου: του φωτός µε µια λωρίδα µαύρης κολλητικής ταινίας, ενώ ο αισθητήρας θερµότητας εξουδετερώθηκε µε µια ασπίδα από πολυστυρένιο που απορροφούσε τη θερµότητα. Ο Νοταρµπαρτόλο είχε ήδη απενεργοποιήσει τον αισθητήρα κίνησης µερικές ηµέρες πριν µε µια γενναία δόση λακ µαλλιών κατά τη διάρκεια µιας επίσκεψης ρουτίνας στο θησαυροφυλάκιο.

Και δεν ασχολήθηκαν µε τις βιντεοκάµερες, επειδή κανείς δεν παρακολουθούσε ζωντανά τη ροή. Ετσι µπορούσαν να κλέψουν τις κασέτες από το άδειο γραφείο ασφαλείας φεύγοντας. Απέµεναν οι 189 θυρίδες, η καθεµία µε κλειδιά και συνδυασµούς αριθµών.

Αλλά δεν χρειαζόταν να ασχοληθούν µε όλη αυτή τη φασαρία: άνοιξαν 123 από τις θυρίδες µε ένα εργαλείο που έµοιαζε µε γιγαντιαίο ατσάλινο τιρµπουσόν, πιέζοντας τις κλειδαριές µέχρι να σπάσουν, και άδειασαν το περιεχόµενο στο πάτωµα. Στη συνέχεια έβαλαν όσο περισσότερα διαµάντια, σµαράγδια, ράβδους χρυσού και εκατοµµύρια δολάρια σε µετρητά µπορούσαν στις τσάντες τους, πριν βγουν έξω, ανέβηκαν µε το ασανσέρ, διέσχισαν τους διαδρόµους, έκαναν µια γρήγορη στάση για να κλέψουν τις σχετικές βιντεοκασέτες και κατέβηκαν από τη σκάλα.

Μέχρι τις 6 το πρωί είχαν επιστρέψει όλοι στο διαµέρισµα του Νοταρµπαρτόλο στον έβδοµο όροφο, αρχικά χαζεύοντας τα λάφυρά τους και στη συνέχεια ανεβαίνοντας στην ταράτσα για να ακούσουν τυχόν φασαρία. Καθόλου συναγερµοί. Καθόλου σειρήνες που υπερηφανευόταν ότι ήταν το «Φορτ Νοξ» της Αµβέρσας και είχε παραβιαστεί από µια συµµορία που κρατούσε τηλεσκοπικές σφουγγαρίστρες και µια λακ µαλλιών.

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ «ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ» ΣΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΤΟΥ NETFLIX ΓΙΑ ΤΟ «ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ»

Το τέλειο έγκληµα

Από πολλές απόψεις φαινόταν το τέλειο έγκληµα. Φάνταζε ακατόρθωτο. Κανείς δεν τραυµατίστηκε. Πολλές αιτήσεις για αποζηµιώσεις. Και δεν υπήρχε τρόπος να εκτιµηθεί ποτέ πραγµατικά πόσα είχαν κλαπεί. Αν και δεν πήραν όλοι τα χρήµατά τους πίσω. Ενας κάτοχος θυρίδας έχασε 1 εκατοµµύριο δολάρια µόνο σε µετρητά. Τα οικογενειακά κειµήλια είχαν χαθεί. Ενας έµπορος διαµαντιών, που ονοµαζόταν Εµάνουελ Φρις, έχασε όλα του τα περιουσιακά στοιχεία. Επειδή το θησαυροφυλάκιο ήταν υποτίθεται τόσο ασφαλές, πολλοί δεν είχαν µπει στον κόπο να κάνουν ασφάλεια.

Εν τω µεταξύ, η αστυνοµία των διαµαντιών ήταν γεµάτη απρόθυµο θαυµασµό. «Εντυπωσιάστηκα πολύ», λέει ο πρώην διοικητής Ατζίµ Ντε Μπρούκγιερ. «Η εκτέλεση ήταν άψογη». Εκτός αυτού είχαν αποκαρδιωθεί ως προς τη διαλεύκανσή του. Οπως αποδείχθηκε, κατάφεραν να εξιχνιάσουν την υπόθεση µόνο επειδή, ύστερα από όλο αυτό τον σχολαστικό σχεδιασµό, οι ληστές έκαναν στη συνέχεια µια σειρά από σχεδόν παιδαριώδη σφάλµατα. Πρώτον, µε τα σκουπίδια από το διαµέρισµα. Σύµφωνα µε τον Νοταρµπαρτόλο, αντί να τα κάψει σε µια αποµακρυσµένη τοποθεσία, όπως είχε προγραµµατιστεί, ο ίδιος και ένας άλλος άνδρας τα πέταξαν βιαστικά στο δάσος Φλοορντάµπος, 40 µίλια νότια της Αµβέρσας, στο οποίο, δυστυχώς γι’ αυτούς, περιπολούσε ένας φανατικός κατά της ρύπανσης, ο Ογκουστ, και το σπάνιελ του, ο Λούκι. Ο Ογκουστ, αγρότης, βρήκε τις σακούλες την επόµενη κιόλας µέρα και έπειτα από όλα τα δελτία ειδήσεων κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο και κάλεσε την αστυνοµία.

Τα ξεσκόνισαν επιµελώς, βρίσκοντας τα πάντα, από περιτυλίγµατα διαµαντιών µέχρι τσάντες για κοσµήµατα, άδεια κουτιά από βιντεοκασέτες, κοµµάτια από εργαλεία διάρρηξης χρηµατοκιβωτίων, αρχεία καρτών SIM, που πρόδιδαν τοποθεσίες, και τρόφιµα -κυρίως εκείνο το µισοφαγωµένο σάντουιτς µε σαλάµι, που ήταν σαν «δώρο» για τους αναλυτές DNA.

Επίσης, ανάµεσα στα λάφυρα υπήρχαν σκισµένα κοµµάτια αλληλογραφίας που απευθύνονταν στο γραφείο του Νοταρµπαρτόλο, κάτι που φαινόταν περίεργο επειδή η θυρίδα του, µε αριθµό 149, δεν είχε ανοιχτεί. Το δεύτερο λάθος του Νοταρµπαρτόλο ήταν να επιστρέψει στην Αµβέρσα, όπου σχεδίαζε να αποφύγει τις υποψίες συνεχίζοντας τη ζωή στο γραφείο του στο Κέντρο ∆ιαµαντιών. Αυτή τη φορά ήρθε η υποστηρικτική σύζυγός του, για να κάνει ανοιξιάτικο καθάρισµα στο διαµέρισµά του. «Η σύζυγός µου έχει εµµονή µε την καθαριότητα των διαµερισµάτων», λέει. «Είναι στη φύση της».

∆υστυχώς γι’ αυτόν, αυτή τη φορά δεν καθάρισε αρκετά γρήγορα. Αφού τον συνέλαβε, η αστυνοµία τον πήγε στο διαµέρισµα πάνω στην ώρα για να βρει τη σύζυγό του και µερικούς φίλους να βγαίνουν µέσα στη νύχτα µε ένα κόκκινο χαλί που ήταν ακόµα γεµάτο µε µικροσκοπικά σµαράγδια που ταίριαζαν µε αυτά που βρέθηκαν στο δάσος.

Μέσα υπήρχαν βρόµικα ποτήρια, πιάτα και οδοντόβουρτσες, όλα γεµάτα DNA που συνέδεε τον Νοταρµπαρτόλο µε το µισοφαγωµένο σάντουιτς που βρέθηκε στοδάσος. «Λατρεύω το σάντουιτς µε σαλάµι», λέει µε µια λάµψη.

Ετσι κατέληξε στη φυλακή. Καταδικάστηκε σε ποινή 10 ετών και βγήκε στα έξι. Οι υπόλοιποι πήραν από πέντε ο καθένας. Και ξέρουµε ότι δεν θα έπρεπε, αλλά είναι δύσκολο να µην τον συµπαθήσουµε, έστω και λίγο. Ή να χαχανίσουµε όταν µαθαίνουµε ότι η αστυνοµία βρήκε εκατοντάδες µέτρα πεταµένης βιντεοκασέτας και, µε µεγάλο ενθουσιασµό, συγκέντρωσε όλη την οµάδα για να παρακολουθήσει τι πραγµατικά συνέβαινε στο θησαυροφυλάκιο -µόνο και µόνο για να ανακαλύψει ότι επρόκειτο για ταινία πορνό. «Ποτέ δεν απογοητεύτηκα τόσο πολύ από ταινία πορνό όσο τότε», λέει µε λύπη ένας από τους αστυνοµικούς.

∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι πρόκειται για µια σπουδαία ιστορία και ότι θα µπορούσε να γίνει µια λαµπρή ταινία µεγάλου µήκους. Αλλά είναι κάποιο από αυτά τα νέα στοιχεία πιο πιστευτό από τις προηγούµενες µαρτυρίες; Η αστυνοµία πιστεύει σίγουρα ότι η ιστορία µε την κάµερα είναι ψέµα και επιµένει πολύ σταθερά ότι, τότε, η µπαταρία της κάµερας δεν θα διαρκούσε τόσο πολύ. Επίσης, δεν πιστεύουν τη θεωρία µε τη σκάλα. Ενα έξυπνα προσαρµοσµένο κλειδί Allen είχε βρεθεί εκείνη την εποχή στην πόρτα πρόσβασης από το γκαράζ, αλλά γιατί στο καλό να πει ψέµατα γι’ αυτό; Και σίγουρα κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πίστευε στην ύπαρξη ενός σκιώδους εγκεφάλου που ονοµάζεται Αλεσάντρο, τον οποίο κανείς δεν έχει ακούσει ποτέ. Ωστόσο, το πιο απίστευτο είναι ίσως ο ισχυρισµός του Νοταρµπαρτόλο -κοιτάζοντας κατ’ ευθείαν στην κάµερα µε τα λαµπερά µπλε µάτια του- ότι δεν έβγαλε ποτέ χρήµατα από τη ληστεία. «∆εν πήρα τίποτα. Ποτέ δεν πήρα δεκάρα από κανέναν».

Αυτά τα διαµάντια και τα κοσµήµατα της De Beers και όλα αυτά τα µετρητά θα είχαν πωληθεί µέσα σε λίγες µέρες, ακόµα και ώρες, και θα άξιζαν εκατοντάδες εκατοµµύρια. Μόνο ένα διαµάντι από τη λεία έχει ανακτηθεί έκτοτε. Παρ’ όλ’ αυτά επιµένει στην ιστορία του, οπότε ίσως δεν θα το µάθουµε ποτέ. Αν και ίσως µια µέρα κάποιος εντοπίσει τον ίδιο ή την πολύ πιστή σύζυγό του -ή ίσως, το πιθανότερο, ένα από τα παιδιά του – να κυκλοφορεί στο Τορίνο µε µια ολοκαίνουργια Ferrari.

ΑΠΟ ΤΗΝ JANE FRYER ©Associated Newspapers Limited

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»