
Για πρώτη φορά, τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ δεν κατάφεραν να συμπεριληφθούν στα τρία πιο αναγνωρισμένα πανεπιστήμια, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες σχετικά με την κοινωνική μηχανική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, το London School of Economics (LSE) κατέλαβε την πρώτη θέση στον οδηγό καλύτερων πανεπιστημίων 2026 των εφημερίδων The Times και The Sunday Times. Ακολουθεί το Πανεπιστήμιο του St Andrews στη δεύτερη θέση και το Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στην τρίτη. Το Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ κατέλαβαν από κοινού την τέταρτη θέση και για πρώτη φορά από την πρώτη έκδοση του οδηγού πριν από 32 χρόνια, δεν βρίσκονται στις τρεις πρώτες θέσεις. Πέρυσι, η Οξφόρδη ήταν τρίτη, ενώ το Κέιμπριτζ βρισκόταν ήδη στην τέταρτη θέση.
Τα πανεπιστήμια δέχονται πιέσεις από τις διαδοχικές κυβερνήσεις να αυξήσουν τον αριθμό των φοιτητών που προέρχονται από μειονεκτούντα κοινωνικά στρώματα. Νωρίτερα φέτος, ο οργανισμός Universities UK, που περιλαμβάνει και την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ, αποκάλυψε ένα «σχέδιο δράσης» για να «ενισχύσει την πρόσβαση» για τους «πιο μειονεκτούντες στην κοινωνία». Η προσέγγιση αυτή περιελάμβανε την υιοθέτηση «ειδικών προσφορών», όπως χαμηλότερα βαθμολογικά όρια εισαγωγής για όσους είχαν αντιμετωπίσει «σοβαρά εμπόδια» — συμπεριλαμβανομένων όσων που μεγάλωσαν σε ιδρύματα, φοιτούσαν σε σχολεία με χαμηλές επιδόσεις ή προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Άλλες ενέργειες περιλαμβάνουν την παροχή δεδομένων στα πανεπιστήμια σχετικά με τα δωρεάν σχολικά γεύματα, προκειμένου να τα βοηθήσουν να επιλέξουν τους φτωχότερους υποψηφίους.
Ο καθηγητής Άλαν Σμίθερς, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας για την Εκπαίδευση και την Απασχόληση του Πανεπιστημίου του Μπάκιγχαμ, δήλωσε στην εφημερίδα Mail ότι ήταν «μια πολύ ατυχής πολιτική απόφαση η επιμονή των πανεπιστημίων να λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές συνθήκες». Επιτιθέμενος σε αυτό που περιέγραψε ως «λανθασμένη προσπάθεια για ισότητα», δήλωσε: «Δεν πρόκειται μόνο για την έμφυτη ικανότητα. Πρόκειται για την ποιότητα της εκπαίδευσης που σου προσφέρει τη δυνατότητα εισαγωγής στην ανώτερη εκπαίδευση». Κάποιος που δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τις ικανότητές του, δεν θα αισθάνεται εξίσου άνετα στο πανεπιστήμιο και είναι μάλλον απίθανο να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα με κάποιον που εισήχθη μετά από εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο.
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Τα πανεπιστήμια πρέπει να ικανοποιούν τον μοναδικό πελάτη τους [την κυβέρνηση] και ενδέχεται να προβαίνουν σε κάθε είδους ενέργεια που αντιβαίνει στις καλύτερες προθέσεις τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που τους επιβάλλονται. Οι άνθρωποι χρειάζονται την καλύτερη δυνατή σχολική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά αυτό διαφέρει αρκετά από το γεγονός ότι ορισμένα τμήματα των φοιτητών πρέπει να γίνονται δεκτά ώστε να αντικατοπτρίζουν τη σύνθεση του πληθυσμού».
Ο Κρις ΜακΓκόβερν, πρόεδρος της εκστρατείας Campaign for Real Education, δήλωσε ότι τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ αντιμετωπίζουν μείωση της ικανοποίησης των φοιτητών, καθώς επηρεάζονται ιδιαίτερα από την «τυραννία της πολιτικής ορθότητας» που μολύνει τομείς όπως η ελευθερία του λόγου. Ο ίδιος πρόσθεσε: «Συγκεντρώνουν παιδιά που δεν είναι αρκετά έξυπνα – για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της πολυμορφίας, της ισότητας και της ένταξης».
Οι βαθμολογίες του οδηγού των Times βασίζονται στην ανάλυση της ικανοποίησης των φοιτητών, καθώς και στην ποιότητα και την εμπειρία της διδασκαλίας, τα κριτήρια εισαγωγής, την ποιότητα της έρευνας, τη βιωσιμότητα και τις προοπτικές των αποφοίτων.
Το Imperial College του Λονδίνου κατέλαβε την έκτη θέση, ακολουθούμενο από τα πανεπιστήμια του Μπαθ, του Γουάργουικ, του University College του Λονδίνου και του Μπρίστολ. Τον περασμένο μήνα, ο διαδραστικός οδηγός πανεπιστημίων της Daily Mail κατέταξε το Imperial College του Λονδίνου στην πρώτη θέση, με την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ στη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα.
Από τον Andrew Levy/ ©Associated Newspapers Limited