Ηαστυνομία θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τις κάμερες οδικής κυκλοφορίας για να διαβάζει τα συναισθήματά μας, αναγνωρίζοντας τους εγκληματίες από τα μάτια, τη φωνή ή ακόμη και από τον τρόπο που περπατούν. Οι υπουργοί ξεκίνησαν κατά την προηγούμενη εβδομάδα διαβούλευση σχετικά με την αναδυόμενη τεχνολογία που αναλύει «κινήσεις και συναισθήματα» και θα μπορούσε να βοηθήσει στη σύλληψη εγκληματιών, στην πρόληψη αυτοκτονιών και στην ανεύρεση αγνοουμένων.
Στο πλαίσιο των δρακόντειων μέτρων -τα οποία οι επικριτές φοβούνται ότι θα μπορούσαν να θεσπίσουν ένα «κατ’ ουσίαν κράτος παρακολούθησης»- το υπουργείο Εσωτερικών διεξάγει διαβουλεύσεις σχετικά με τη χρήση τεχνολογίας που «αναλύει το σώμα και τις κινήσεις του για να συμπεράνει πληροφορίες σχετικά με το άτομο, όπως τα συναισθήματα ή τις ενέργειές του».
Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, διάρκειας δέκα εβδομάδων, οι αξιωματούχοι θα ρωτούν το κοινό αν θα πρέπει να επιτραπεί στην αστυνομία να χρησιμοποιεί τέτοια «επαγωγική τεχνολογία». Σε ένα προτεινόμενο παράδειγμα, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης σε ένα σημείο όπου καταγράφονται πολλές αυτοκτονίες θα μπορούσαν να στέλνουν ειδοποίηση σε ένα αστυνομικό τμήμα όταν ένα άτομο «περιπλανιέται επανειλημμένα στην περιοχή».
Αλλα παραδείγματα βιομετρικών τεχνολογιών που εξετάζονται για αστυνομική χρήση περιλαμβάνουν την αναγνώριση φωνής και ίριδας.
Επιπλέον, η αστυνομία θα μπορούσε να χρησιμοποιεί κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης για να πραγματοποιεί έρευνες «αναγνώρισης αντικειμένων», αναζητώντας υπόπτους με βάση τα ρούχα, τις τσάντες, τα παπούτσια ή το όχημά τους.
Ο Κιρ Στάρμερ επιθυμεί να αυξήσει τη χρήση των καμερών αναγνώρισης προσώπου σε όλη τη χώρα -σε πόλεις, κωμοπόλεις, ακόμη και χωριά- και επιδιώκει ένα νέο νομικό πλαίσιο για τη χρήση της τεχνολογίας.
Η αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιείται σε περιορισμένο βαθμό ήδη από αρκετές αστυνομικές δυνάμεις.
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, το κοινό ερωτάται επίσης αν η αστυνομία θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε ευρύτερες κυβερνητικές βάσεις δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών διαβατηρίων και αδειών οδήγησης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεργάζονται με την αστυνομία για τη δημιουργία ενός εθνικού συστήματος αναγνώρισης προσώπου, το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί αναζητήσεις σε διάφορες βάσεις δεδομένων, όπως εικόνες κρατουμένων και αρχεία μετανάστευσης.
Η υπουργός Εγκληματικότητας και Αστυνόμευσης, Σάρα Τζόουνς, δήλωσε: «Η αξιόπιστη, ασφαλής και συνεπής χρήση της αναγνώρισης προσώπου και παρόμοιων τεχνολογιών σε σημαντικά μεγαλύτερη κλίμακα απαιτεί ένα πιο συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Αυτό θα διασφαλίσει ότι η επιβολή του νόμου μπορεί να αξιοποιήσει σωστά τη δύναμη αυτής της τεχνολογίας, διατηρώντας παράλληλα την εμπιστοσύνη του κοινού».
Τα σχέδια έχουν προκαλέσει περαιτέρω ανησυχίες για τη διάβρωση των πολιτικών ελευθεριών και έπονται πρόσθετων μεταρρυθμίσεων των Εργατικών, όπως οι ψηφιακές ταυτότητες και η κατάργηση των δικών με ενόρκους.
Ο πρώην σκιώδης υπουργός Εσωτερικών, Ντέιβιντ Ντέιβις, δήλωσε ότι η τεχνολογία για την ανάγνωση συναισθημάτων είναι «πολύ μακριά». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η πρόσβαση της αστυνομίας σε κυβερνητικές βάσεις δεδομένων «θα αποτελούσε το πλαίσιο ενός κατ’ ουσίαν κράτους παρακολούθησης».
Χθες, η Ενωση Επιθεωρητών Αστυνομίας και Εγκληματολογικού (APCC) εξέφρασε ξεχωριστά τις ανησυχίες της σχετικά με την τεχνολογία αναδρομικής αναγνώρισης προσώπων, με την οποία γίνεται αναζήτηση υλικού από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης ή από κάμερες θυροτηλεφώνου από σκηνές εγκλήματος.
Η APCC δήλωσε: «Οι τεχνολογίες αυτές είναι ολοένα και πιο επεμβατικές και εξελιγμένες. Εάν θέλουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη του κοινού… απαιτούν ισχυρή και ανεξάρτητη αξιολόγηση πριν από την ανάπτυξή τους, ουσιαστική εποπτεία και λογοδοσία στο κοινό όταν τα πράγματα πάνε στραβά».
ΑΠΟ ΤΗ REBECCA CAMBER αστυνομική συντάκτρια
©Associated Newspapers Limited









