Από το 2021 και μετά, η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται έντονα από το τέρας της ακρίβειας. Πρόκειται για το ζήτημα που απασχολεί περισσότερο από κάθε άλλο τα νοικοκυριά και έχει αναδειχθεί στον σημαντικότερο πρόβλημα της καθημερινότητας. Οι διαδοχικές αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, ενοικίων, τροφίμων και υπηρεσιών έχουν «καταπιεί» σε μεγάλο βαθμό το διαθέσιμο εισόδημα. Αποτέλεσμα; Ακόμη και οι μικρές αγορές ειδών πρώτης ανάγκης να γίνονται δυσβάσταχτες για πολλούς.
Σε αυτό το περιβάλλον ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη Θεσσαλονίκη ένα πακέτο μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση των πολιτών. Μεταξύ αυτών, μειώσεις φόρων, περικοπές στον ΕΝΦΙΑ και στα τεκμήρια, αλλά και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς για τους συνταξιούχους έστω και σε δύο δόσεις. Τα μέτρα αυτά αναμφίβολα συνιστούν πολύ θετικές κινήσεις, αφού ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα και δημιουργούν μια αίσθηση δικαιοσύνης και ανακούφισης. Ωστόσο, η πραγματικότητα των αυξημένων τιμών παντού είναι τόσο πιεστική, που τα οφέλη αυτά κινδυνεύουν να αποδυναμωθούν σημαντικά αν δεν υπάρξει πιο ολοκληρωμένη στρατηγική.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν ξεκάθαρα την κατάσταση. Ο πληθωρισμός στη χώρα μας παραμένει επίμονα μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικά σε τομείς όπως η στέγαση και οι υπηρεσίες, οι αυξήσεις κινήθηκαν την προηγούμενη τριετία σε σημαντικά πιο υψηλά επίπεδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Παρότι δε, πλέον η Ελλάδα ακολουθεί γενικά την ευρωπαϊκή τάση αποκλιμάκωσης, εξακολουθεί να αποτελεί «πρωταθλήτρια» σε συγκεκριμένες κατηγορίες κόστους. Και επειδή αυτές οι κατηγορίες -όπως το ενοίκιο ή το σουπερμάρκετ- ανήκουν στις ανελαστικές δαπάνες, η πίεση που δημιουργούν στα νοικοκυριά είναι δυσβάσταχτη.
Πέρα από τις φορολογικές ελαφρύνσεις και την παρέμβαση για τις συντάξεις, είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση σε νέα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Πρώτο βήμα πρέπει να είναι η ενίσχυση των ελέγχων σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και διάθεσης. Από το χωράφι και το εργοστάσιο έως το ράφι του σουπερμάρκετ, χρειάζεται μεγαλύτερη διαφάνεια και εποπτεία ώστε να αντιμετωπίζονται φαινόμενα αισχροκέρδειας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αυξήσεις στις τελικές τιμές υπερβαίνουν κατά πολύ το κόστος παραγωγής, γεγονός που δείχνει στρεβλώσεις και έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να δημιουργηθούν μηχανισμοί που θα εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα στις αγορές. Όταν οι τιμές διαμορφώνονται από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, το αποτέλεσμα είναι αυξημένο κόστος για τον καταναλωτή. Το ανέφερε προ καιρού στην έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας για την καρτελοποίηση της αγοράς και δεν το αμφισβήτησε κανένας. Η διευκόλυνση της εισόδου νέων επιχειρηματικών σχημάτων, η στήριξη συνεργατικών πρωτοβουλιών και η ενίσχυση της τοπικής παραγωγής μπορούν να λειτουργήσουν εξισορροπητικά.
Επιπλέον, η δημόσια καταγραφή τιμών και η εύκολη πρόσβαση των πολιτών σε συγκριτικά στοιχεία θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά σε όσους επιχειρούν αδικαιολόγητες αυξήσεις. Τέτοιου είδους πολιτικές, σε συνδυασμό με τις σημαντικές φοροελαφρύνσεις που εξαγγέλθηκαν, μπορούν να κάνουν αισθητή τη διαφορά στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Η ακρίβεια δεν αποτελεί ένα πρόσκαιρο πρόβλημα αλλά μια μακρά κρίση που ξεκίνησε από το 2021 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αν δεν υπάρξει πιο αποφασιστική και πολυεπίπεδη παρέμβαση, τα πολύ θετικά μέτρα που εξαγγέλλονται, όσο καλοδεχούμενα κι αν είναι, θα αποδώσουν λιγότερο από όσο θα μπορούσαν. Και είναι κρίμα.
Εφημερίδα Απογευματινή