Με πολλαπλές µπαλταδιές -περίπου 20- σκότωσε τον Ιούλιο του 1968 η 43χρονη Ανθή Καφουρέα τον 48χρονο σύζυγό της και εργολάβο υδραυλικών εγκαταστάσεων, Γιώργο, ενώπιον των δύο ανήλικων παιδιών τους, εντός της οικίας τους στην οδό Πάτµου 25, στα Πατήσια.
Ηταν λίγο πριν από τις 6 το πρωί της 30ής Ιουλίου του 1968, όταν η Ανθή εµφανίστηκε στο Αστυνοµικό Τµήµα Πατησίων µαζί µε τα δύο ανήλικα παιδιά της και είπε µε σοκαριστική κυνικότητα: «Σκότωσα τον άνδρα µου για οικογενειακούς λόγους και ήρθα να παραδοθώ».
Έπειτα απο κάλυψε τη διεύθυνση του σπιτιού και αµέσως µια οµάδα αστυνοµικών έσπευσε στο σηµείο και πράγµατι εντόπισε το 48χρονο θύµα να κείτεται αιµόφυρτο και φανερά παραµορφωµένο στην κρεβατοκάµαρα, χωρίς ωστόσο να έχει χάσει ακόµα τη ζωή του. Ακόµα, ύστερα από αυτοψία που διενεργήθηκε στον τόπο του εγκλήµατος, βρέθηκε και ο πρόχειρα πλυµένος µπαλτάς στο µπάνιο, αλλά και ορισµένα µατωµένα ρούχα.
Η Ανθή ισχυρίστηκε στις Αρχές πως ο άνδρας της ήταν µέθυσος, βάναυσος, τεµπέλης, γυναικάς και ήθελε να πουλήσει το διαµέρισµα όπου διέµεναν, προκειµένου να «φάει» τα χρήµατα στις διασκεδάσεις, παρατώντας την οικογένειά του και παίρνοντας ένα ευνοϊκό διαζύγιο, για να µην πληρώνει διατροφή. «Μου πρότεινε να πουλώ το σώµα µου, αν θέλω να συνεχίσουµε µαζί. Το είπε αυτό για να µε πιάσει µε άλλον και να βγάλει το διαζύγιο σε βάρος µου», υποστήριξε.
Οι αντιφάσεις
Για το βράδυ του άγριου φονικού είπε πως βρισκόταν σε νόµιµη άµυνα, καθώς, ανοίγοντας τα µάτια της, αντίκρισε ξαφνικά τον άνδρα της να στέκεται από πάνω της µε έναν µπαλτά στο χέρι. Τότε, όπως ισχυρίστηκε, εκείνη αντέδρασε ταχύτατα και έπειτα από πάλη που ακολούθησε κατάφερε να του πάρει τον µπαλτά και ξεκίνησε να τον χτυπά µε µανία, µε τον Γιώργο να µη χάνει τη ζωή του ακαριαία, αλλά να µεταφέρεται στον Ερυθρό Σταυρό. «Θα ήθελα να ζήσει, έστω και για λίγο, µόνο και µόνο για να σας επιβεβαιώσει ο ίδιος ότι εγώ έχω δίκιο», έλεγε η Ανθή στις καταθέσεις της, όσο ο Γιώργος βρισκόταν εν ζωή, και προσπαθούσε να πείσει πως η εκδοχή της ανταποκρινόταν
στην πραγµατικότητα.
Σηµειώνεται πως επάνω στη δράστιδα οι αστυνοµικοί βρήκαν 15.500 δραχµές, µε την ίδια να οµολογεί, κατόπιν πίεσης, πως αφού κοµµάτιασε τον άνδρα της και πριν πάρει τη 14χρονη κόρη της και τον 12χρονο γιο της για να πάνε στην Αστυνοµία, πήρε από τις τσέπες του συζύγου της ό,τι χρήµατα βρήκε «για καλό και για κακό», όπως χαρακτηριστικά είπε. Ετσι, το δικαστήριο δεν πίστεψε την εκδοχή της 43χρονης, θεωρώντας πως είχε υποπέσει σε αρκετές αντιφάσεις, ενώ παράλληλα υπήρχαν πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον της.
Το πιο σηµαντικό στοιχείο που συνέβαλε στο να θεωρηθεί ένοχη ήταν το γεγονός πως ο ιατροδικαστής εκτίµησε ότι εκείνη ήταν που επιτέθηκε στον σύζυγό της µε τον µπαλτά, ενώ εκείνος κοιµόταν. Κι αυτό γιατί δεν βρέθηκαν σηµάδια πάλης, παρά µόνο πολλαπλά χτυπήµατα κατά του θύµατος, που αν µη τι άλλο δεν υποδήλωναν πως η δράστης βρισκόταν σε κατάσταση άµυνας, αλλά ότι κυριευµένη από µίσος είχε προσχεδιάσει να κατακρεουργήσει τον σύζυγό της, πιάνοντάς τον κυριολεκτικά στον ύπνο. Επιπλέον, οι ένοικοι του διπλανού διαµερίσµατος κατέθεσαν πως την ώρα της δολοφονικής επίθεσης άκουσαν µια παιδική φωνή να λέει «Μη µαµά!» και να παίρνει την απάντηση: «Τώρα τελειώνω».
Τελικά, η φόνισσα της οδού Πάτµου «λύγισε» κατά την απολογία της, λιποθυµώντας δύο φορές µέσα σε 3µιση ώρες. «Σκότωσα τον άνδρα µου σε µια στιγµή τρέλας. Αν είχα σκοπό να τον δολοφονήσω, θα το έκανα στον πρώτο ύπνο», ισχυρίστηκε, εκφράζοντας τη µετάνοιά της για το έγκληµα, χωρίς όµως να ξεχνά να περιγράψει µε τα µελανότερα χρώµατα την επί 15 χρόνια συζυγική της ζωή κοντά στο θύµα.
Τον Ιούλιο του 1969 η Ανθή Καφουρέα κρίθηκε ένοχη από το Μικτό Κακουργιοδικείο Αθηνών και καταδικάστηκε σε 12ετή κάθειρξη και 5ετή στέρηση των πολιτικών της δικαιωµάτων, ενώ της αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίµου βίου και της ανάρµοστης συµπεριφοράς του θύµατος. Τέλος, της επιδικάστηκε πρόστιµο 4.000 δραχµών που έπρεπε να πληρώσει στην οικογένεια του 48χρονου για ψυχική οδύνη.
Το ρεπορτάζ για το φονικό
Η «Απογευµατινή» κάλυψε το άγριο φονικό, χαρακτηρίζοντας την Ανθή Καφουρέα ως νέα Φούλα Κάστρου, η οποία υπενθυµίζεται πως µαζί µε τη µητέρα, τον ξάδελφο και µια υπηρέτριά της σκότωσαν τον σύζυγό της, τον ∆ηµήτρη Αθανασόπουλο, τεµάχισαν το πτώµα όλοι µαζί και το πέταξαν στον ποταµό Ιλισό. Ακόµα, η εφηµερίδα έκανε λόγο για µια γυναίκα ψυχρή, αδίστακτη, θρασύτατη και ζηλιάρα, που τελικά «ελύγισε» και µετανόησε.
Κυριακάτικη Απογευματινή