Κατακρεούργησε τη θεία και την ξαδέλφη του

Το άγριο έγκληµα σε βίλα στο Μαρούσι το 1965, που συγκλόνισε την Ελλάδα – Ο ανιψιός που δολοφόνησε τις συγγενείς του, η άρνησή του για την ενοχή και η θανατική ποινή
18:00 - 12 Μαΐου 2025

Ενας από τους τελευταίους θανατοποινίτες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα ήταν ο 25χρονος ∆ηµήτρης Γιακουµάκης, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία της 51χρονης θείας του, Ελένης Λαζάρου, και της 16χρονης ξαδέλφης του, Βασιλικής Γιακουµάκη, µέσα στη βίλα όπου διέµεναν στο Μαρούσι.

Ηταν 24 Ιουνίου του 1965, όταν ένας άλλος 25χρονος ανιψιός της Ελένης Λαζάρου, ο Μανώλης Νίτης, που την εξυπηρετούσε συχνά µε το αυτοκίνητό του για διάφορες δουλειές, έφτασε στην έπαυλη της θείας του, µπήκε µέσα µε τα κλειδιά που διέθετε και βρέθηκε αντιµέτωπος µε ένα αποτρόπαιο θέαµα. Συγκεκριµένα, εντόπισε νεκρές, µέσα σε µια λίµνη αίµατος, πάνω στο διπλό κρεβάτι του υπνοδωµατίου, τη θεία του και τη 15χρονη κόρη του αδελφού της, την οποία η Ελένη είχε πάρει κοντά της για να τη συντροφεύει όσο ο σύζυγός της, πλοίαρχος του Πολεµικού Ναυτικού, έλειπε σε ταξίδι. Μάλιστα, σκόπευε να την υιοθετήσει, γιατί της είχε αδυναµία. Αµέσως, ο ∆ηµήτρης κάλεσε τις αστυνοµικές Αρχές και ξεκίνησε η έρευνα για τον εντοπισµό του δράστη του άγριου διπλού φονικού.

Το συµβάν

Οπως διαπιστώθηκε από τη νεκροψία που διενεργήθηκε στα πτώµατα, οι δύο γυναίκες είχαν σφαγιαστεί, ενώ είχαν δεχτεί και χτύπηµα µεταθανάτιο στο κεφάλι µε κάποιο αιχµηρό αντικείµενο -πιθανότατα κατσαβίδι-, µε αποτέλεσµα να υποστούν συντριπτικό κάταγµα κρανίου και να παραµορφωθούν. Ως κίνητρο του ειδεχθούς διπλού εγκλήµατος θεωρήθηκε η ληστεία, αφού η Ελένη είχε κάνει ανάληψη ενός µεγάλου χρηµατικού ποσού τις προηγούµενες µέρες που το είχε κρύψει σε διάφορα σηµεία µέσα στο σπίτι. Ωστόσο, ανοιχτό παρέµεινε και το ενδεχόµενο να διαπράχθηκε για λόγους σεξουαλικούς, κι αυτό γιατί το εσώρουχο της µικρής Βασιλικής εντοπίστηκε πεσµένο στο πάτωµα, ενώ η ίδια ήταν ηµίγυµνη πάνω στο κρεβάτι. Οι υποψίες στράφηκαν γρήγορα στον ανιψιό της εύπορης γυναίκας και ξάδελφο της Βασιλικής, τον ∆ηµήτρη Γιακουµάκη, γιατί ήταν ευρέως γνωστό πως είχε έχθρα µε τη θεία του. Ο λόγος που µισούσε τόσο πολύ την Ελένη Λαζάρου ήταν επειδή εκείνη δεν ήθελε να του διαθέσει δωµάτιο στη βίλα, παρόλο που ο σύζυγός της το είχε τάξει στον ∆ηµήτρη, ενώ παράλληλα είχε δεσµευθεί πως θα τον βοηθούσε να συνεχίσει τις σπουδές του σε τεχνική σχολή. Ακόµα, ζήλευε παθολογικά την ξαδέλφη του, λόγω της αδυναµίας που της είχε η θεία του.

Για ανάκριση

Ο Γιακουµάκης οδηγήθηκε για ανάκριση στην Αστυνοµία, αρνούµενος αρχικά κάθε εµπλοκή στην υπόθεση. Παραδέχθηκε µόνο ότι είχε επισκεφθεί το σπίτι της θείας του, αλλά -όπως ισχυρίστηκε- δεν βρήκε κανέναν εκεί και επέστρεψε στο σπίτι του. Ωστόσο, οι Αρχές δεν πείστηκαν. Η σκηνή του εγκλήµατος φανέρωνε πως ο δράστης ήταν γνώριµος των δύο θυµάτων, αφού φάνηκε πως οι γυναίκες είχαν δειπνήσει µαζί του, πριν αποκοιµηθούν στο διπλό κρεβάτι, όπου και δολοφονήθηκαν.

Τελικά, ο Γιακουµάκης συνελήφθη την 1η Ιουλίου 1965 ως κύριος ύποπτος για το διπλό φονικό, µετά την εύρεση ιχνών αίµατος στο εσώρουχό του και στην κόκκινη βέσπα του. Από εκείνη τη στιγµή ξεκίνησε ένα αλλόκοτο «παιχνίδι» µε τους ανακριτές και τους ειδικούς ερευνητές, µε τον Γιακουµάκη να αλλάζει συνεχώς τις καταθέσεις του, ισχυριζόµενος άλλοτε πως πράγµατι ήταν ο δολοφόνος και άλλοτε πως δεν είχε την παραµικρή ιδέα για ό,τι είχε συµβεί. Σε δεύτερο στάδιο, ισχυρίστηκε ότι υπέφερε από ψυχική νόσο και ότι τα όσα είπε τα δήλωσε υπό την πίεση της ανάκρισης. Οσον αφορά την υπεράσπισή του, ακολούθησε εξαρχής τη γραµµή του ακαταλόγιστου, επικαλούµενη την ύπαρξη ιστορικού ψυχικής ασθένειας στην οικογένεια. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αστυνοµικές Αρχές είχαν πλέον πεισθεί για την ενοχή του και στις 7 Ιουλίου 1965 ο Γιακουµάκης οδηγήθηκε στις φυλακές. Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1966 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, σε µια κατάµεστη αίθουσα, µε την κοινή γνώµη να ζητεί την επιβολή της εσχάτης των ποινών. Ο κατηγορούµενος εµφανίστηκε αλλοπρόσαλλος, επαναλαµβάνοντας ότι δεν είναι ένοχος και ότι πάσχει από σχιζοφρένεια, ενώ η υπεράσπιση προσέβαλε τη µνήµη της θείας του κατηγορουµένου, κάνοντας λόγο για «αµφιβόλου ηθικής» γυναίκα και εµπλέκοντας τον Μανώλη Νίτη -τον ανιψιό που εντόπισε νεκρές τις γυναίκες- σε φηµολογούµενη ερωτική σχέση µαζί της.

Οι ψυχιατρικές γνωµατεύσεις, όµως, δεν εντόπισαν κανένα σύµπτωµα ψυχικής νόσου στον κατηγορούµενο κι έτσι ο εισαγγελέας ζήτησε την επιβολή της θανατικής ποινής, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό. Και παρόλο που οι ένορκοι πρότειναν ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο τον καταδίκασε τελικά σε θάνατο. ∆ύο χρόνια αργότερα, ο ∆ηµήτρης Γιακουµάκης εκτελέστηκε τελικά, χωρίς να επιδείξει ίχνος µεταµέλειας.

Τι έγραφε ο Τύπος

 

 

 

Ο Τύπος της εποχής, και φυσικά η «Απογευµατινή», ασχολήθηκε κατά κόρον µε το άγριο διπλό φονικό που έλαβε χώρα στην αθηναϊκή έπαυλη, εξετάζοντας ενδελεχώς τα κίνητρα του δολοφόνου. «Το άγριον έγκληµα του Αµαρουσίου», «Η συγκλονιστική τραγωδία εις βίλλαν του Αµαρουσίου», «Συσκοτίζεται από ώρας εις ώραν η υπόθεσις της δολοφονίας του Αµαρουσίου», είναι µερικοί µόνο από τους τίτλους που περιελάµβαναν τα πρωτοσέλιδα του 1965.

Κυριακάτικη Απογευματινή