Η «μάχη του Γκύζη» το φιάσκο και ο Χρήστος Τσουτσουβής

Μια από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες του εγχώριου αντάρτικου πόλης γράφτηκε 15 Μαΐου 1985 - Αναδρομή μέσα από το ιστορικό αρχείο της «Α»
12:29 - 15 Μαΐου 2025

Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Μαΐου 1985 όταν σημειώθηκε στου Γκύζη η θρυλική, πλέον συμπλοκή τρομοκρατών με αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε νεκρός ο Χρήστος Τσουτσουβής, ένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα του εγχώριου αντάρτικου πόλης, αφού πρώτα είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τρεις αστυνομικούς. Η αντίστροφη μέτρηση για τον γεννημένο το 1953, στον Άγιο Βασίλειο της Νεμέας Τσουτσουβή άρχισε στις 12 Μαΐου όταν διερχόμενοι αστυνομικοί από την οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη εντόπισαν μια πράσινη μοτοσυκλέτα Yamaha enduro, η οποία έπειτα από έλεγχο αποδείχθηκε ότι έφερε πλαστές πινακίδες και είχε κλαπεί από το Γαλάτσι στις 23 Απριλίου.

Από εκείνη τη στιγμή η μηχανή τέθηκε υπό παρακολούθηση 24 ώρες το 24ωρο από άνδρες της ασφάλειας. Η απογευματινή βάρδια των αστυνομικών – παρακολουθούσαν την μηχανή από μεγάλη απόσταση – είδαν δύο νεαρούς να την πλησιάζουν. Τότε οι αστυνομικοί βγήκαν από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν και με προτεταμένα τα όπλα κινήθηκαν προς το μέρος τους. Τους φώναξαν να σταθούν ακίνητοι, ωστόσο οι δύο άνδρες – ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Τσουτσουβής – άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Οι αστυνομικοί απάντησαν και κατά τη συμπλοκή έχασαν τη ζωή τους τόσο οι ίδιοι όσο και ο Χρήστος Τσουτσουβής, ο οποίος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες. Από την πλευρά των αστυνομικών ο Βασίλης Μπούρας σκοτώθηκε επιτόπου ενώ οι άλλοι δύο αστυνομικοί μεταφέρθηκαν βαρύτατα τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό και κατέληξαν λίγο αργότερα.

Το σημείο της συμπλοκής αποκλείστηκε από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να εντοπίσουν τα στοιχεία που θα τους οδηγούσαν στην ταυτότητα του νεκρού. Το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμεναν καθώς ο νεκρός δεν είχε πάνω του κάτι που θα πρόδιδε την ταυτότητά του. Οι έρευνες βάδιζαν στο σκοτάδι. Κάτι το οποίο αποτυπώθηκε και στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. «Η 17 Νοέμβρη πίσω από τη σφαγή» έγραφε η «Απογευματινή» την επόμενη μέρα, τονίζοντας ότι ο Τσουτσουβής εκτελέστηκε από τον συνεργό του προκειμένου να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του.

Δύο μέρες μετά η ΕΛ.ΑΣ έδωσε εντολή στις εφημερίδες να δημοσιεύσουν μία «μακάβρια» αγγελία. Ήταν η φωτογραφία του νεκρού Τσουτσουβή. Μάλιστα η «Α» μιλούσε για φιάσκο καθώς η αστυνομία δεν είχε καταφέρει να μάθει ποιοι ήταν οι νεαροί τρομοκράτες. Εκτός από τις εφημερίδες η φωτογραφία προβλήθηκε και στην τηλεόραση με τους γονείς του να τον αναγνωρίζουν. Είχαν να τον δουν τέσσερα χρόνια καθώς όπως τους έλεγε ζούσε στην Αυστρία, ήταν καλά στην υγεία του και έβγαζε αρκετά χρήματα από τη δουλειά του.

Η «Α» στα φύλλα των επόμενων ημερών είχε αποκαλυπτικά ρεπορτάζ για την υπόθεση, ενώ σε ένα εξ΄αυτών τονιζόταν ότι ο Τσουτσουβής μαζί με συνεργούς του είχαν σκοτώσει τον εισαγγελέα Γεώργιο Θεοφανόπουλο. Μάλιστα στα ρεπορτάζ της εφημερίδας παρουσιάστηκε και η λίστα με τα υποψήφια θύματα του Τσουτσουβή, ενώ σε περίοπτη θέση βρισκόταν το όνομα του εισαγγελέα Τσεβά.

Ο Τσουτσουβής γεννήθηκε στον Άγιο Βασίλειο Νεμέας το 1953. Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της χούντας να φύγει για το εξωτερικό με προορισμό την Αυστρία. Χωρίς να υπάρχουν άλλες πληροφορίες φαίνεται ότι κατά την παραμονή του στην Αυστρία ήρθε σε επαφή με πρόσωπα που κινούνταν στην άκρα αριστερά, ενώ την ίδια περίοδο εκπαιδεύτηκε να χρησιμοποιεί όπλα. Λίγο μετά ήρθε σε επαφή με το ΠΑΚ. Όταν η χούντα έπεσε γύρισε στην Ελλάδα και έγινε μέλος του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα είχε τοποθετηθεί εκλογικός αντιπρόσωπος στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, κάτι το οποίο είχε σχολιαστεί και σε δημοσίευμα της «Απογευματινής» στις 18 Μαΐου 1985.

Λίγο μετά αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και σύντομα έγινε μέλος του ΕΛΑ μαζί με τον Χρήστο Κασσίμη. Λέγεται ότι η πρώτη του συμμετοχή σε τρομοκρατική ενέργεια σημειώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1977 στο εργοστάσιο της AEG που βρισκόταν στου Ρέντη. Την ίδια περίοδο η Ασφάλεια πίστευε ότι το εργοστάσιο θα μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης καθώς την ίδια περίοδο είχαν πεθάνει στις γερμανικές φυλακές τρία μέλη της RAF.

Εκείνη τη νύχτα μία περιπολία «έπεσε» πάνω σε ένα λευκό Fiat 128 το οποίο βρισκόταν κοντά στο εργοστάσιο. Οι αστυνομικοί πλησίασαν προς το ΙΧ και ζήτησαν από τους επιβάτες τα στοιχεία τους. Οι επιβάτες δεν υπάκουσαν αλλά τράβηξαν όπλο και ακολούθησε συμπλοκή. Κατά τη διάρκεια της έπεσε νεκρός ο Κασσίμης ενώ ο Τσουτσουβής και άλλοι δύο σύντροφοί του κατάφεραν να διαφύγουν.

Από το ίδιο βράδυ εξαφανίστηκε ζητώντας εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του ενώ δεν τον «χωρούσε» πλέον ο ΕΛΑ. Τότε στο εσωτερικό της τρομοκρατικής οργάνωσης ξεκίνησε μία συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να αναβαθμιστούν τα χτυπήματα που θα ακολουθούσαν. Κάποιος έριξε στο τραπέζι την ιδέα της εκτέλεσης του αρχιβασανιστή της χούντας Πέτρου Μπάμπαλη. Ωστόσο οι απόψεις ήταν διαφορετικές. Άλλοι έλεγαν να τοποθετήσουν στο σπίτι του μία βόμβα και άλλοι στο αυτοκίνητό του χωρίς, ωστόσο, να χυθεί αίμα. Ο Τσουτσουβής αντέδρασε καθώς ήθελε τον θάνατό του. Η ρήξη ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν οριστική και μαζί με με άλλα πρόσωπα έφυγαν από την οργάνωση.

Δύο χρόνια αργότερα η «Ομάδα: Ιούνης 78» η οποία αποτελούνταν από τον Τσουτσουβή και άλλους εκτέλεσε με οκτώ σφαίρες τον Μπάμπαλη στη Νέα Σμύρνη. Ένα σενάριο που είχε κυκλοφορήσει από την αντιτρομοκρατική έλεγε ότι ο Τσουτσουβής υπό τον μανδύα της οργάνωσης «Οκτώβρης ’80» πραγματοποίησε τους εμπρησμούς στο «Μινιόν» και τον «Κατράντζο». Ένα σενάριο, πάντως, που ούτε επιβεβαιώθηκε αλλά ούτε και διαψεύστηκε ποτέ.

Κυριακάτικη Απογευματινή