Ανθρώπινο δυναµικό και ανάπτυξη: η νέα στρατηγική

Σε µια περίοδο έντονων τεχνολογικών και οικονοµικών µετασχηµατισµών, η Ελλάδα καλείται να ανταποκριθεί σε µια διπλή στρατηγική πρόκληση: την ποιοτική αναβάθµιση της απασχόλησης και τη µετάβαση σε ένα βιώσιµο, ανταγωνιστικό και εξωστρεφές παραγωγικό µοντέλο
17:15 - 2 Ιουνίου 2025

Σε µια περίοδο έντονων τεχνολογικών και οικονοµικών µετασχηµατισµών, η Ελλάδα καλείται να ανταποκριθεί σε µια διπλή στρατηγική πρόκληση: την ποιοτική αναβάθµιση της απασχόλησης και τη µετάβαση σε ένα βιώσιµο, ανταγωνιστικό και εξωστρεφές παραγωγικό µοντέλο. Μέσα σε ένα ρευστό και συχνά αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονοµία έχει καταφέρει, µέσω στοχευµένων παρεµβάσεων και συνεκτικών πολιτικών κατά την τελευταία πενταετία, να αντιπαλέψει τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναµίες της, επιτυγχάνοντας ισχυρούς ρυθµούς ανάπτυξης και ενίσχυση της δηµοσιονοµικής σταθερότητας. Τα θετικά αποτελέσµατα αυτής της πορείας αντανακλώνται σε κρίσιµους δείκτες, από την αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας έως τη βελτίωση των δηµοσιονοµικών µεγεθών.

Επάνω σε αυτά τα κεκτηµένα, η πρόκληση είναι πλέον η επιτάχυνση των µεταρρυθµίσεων οι οποίες θα ενισχύσουν τα εισοδήµατα, θα περιορίσουν τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Στον πυρήνα αυτής της µετάβασης βρίσκεται η ανάγκη για ουσιαστική και στοχευµένη επένδυση στο ανθρώπινο δυναµικό. Η συµβουλευτική σταδιοδροµίας, η επαγγελµατική κατάρτιση και η διά βίου µάθηση συνιστούν κρίσιµες συνιστώσες των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, αλλά και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαµόρφωση ενός νέου, δυναµικού, παραγωγικού υποδείγµατος.

Η ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων, εναρµονισµένων µε τις ανάγκες των ταχέως µεταβαλλόµενων τοµέων της οικονοµίας, δεν αποτελεί µόνο ζήτηµα εκπαιδευτικής πολιτικής· είναι όρος οικονοµικής ανθεκτικότητας και κοινωνικής βιωσιµότητας. Παρά τα βήµατα προόδου, οι αναντιστοιχίες µεταξύ των δεξιοτήτων των εργαζοµένων και των αναγκών της αγοράς εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για καλύτερα στοχευµένες πολιτικές κατάρτισης και ενίσχυση των µηχανισµών πρόγνωσης. Η αναβάθµιση της ποιότητας των προγραµµάτων επαγγελµατικής κατάρτισης -τόσο της αρχικής όσο και της συνεχιζόµενης- οφείλει να ιδωθεί ως ένα ενιαίο και συνεκτικό εγχείρηµα.

Η αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας των παρεµβάσεων µε βάση µετρήσιµους δείκτες απασχολησιµότητας, η ενεργός συµµετοχή των κοινωνικών εταίρων και των ίδιων των επιχειρήσεων στον σχεδιασµό και την υλοποίηση, καθώς και η οργανική σύνδεση µε τις προτεραιότητες της βιοµηχανικής πολιτικής -όπως η αναδιάρθρωση του µεταποιητικού τοµέα και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισµός της αγροδιατροφικής παραγωγής- συνιστούν βασικούς άξονες µιας πολιτικής που επιδιώκει τον µετασχηµατισµό του ανθρώπινου δυναµικού σε µοχλό παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η παραγωγή δεξιοτήτων, όµως, δεν επαρκεί αν δεν διασφαλιστεί η απορρόφηση από ένα παραγωγικό περιβάλλον που µπορεί να τις αξιοποιήσει. Η ενίσχυση των επενδύσεων στην καινοτοµία, τις ψηφιακές υποδοµές, τη διαµόρφωση βιοµηχανικών οικοσυστηµάτων και συµπλεγµάτων (clusters) αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, ώστε οι νέες δεξιότητες να ενταχθούν σε ένα συνεκτικό και λειτουργικό οικονοµικό πλέγµα.

Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναµικό δεν είναι µόνο αναγκαία. Είναι κρίσιµη και βαθιά µετασχηµατιστική. Αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη µακροπρόθεσµη ανάπτυξη, την αύξηση της παραγωγικότητας και τη µετάβαση σε ένα νέο υπόδειγµα βιώσιµης και ποιοτικής οικονοµικής δραστηριότητας. Η αναθεώρηση του παραγωγικού µοντέλου, σε συνδυασµό µε τη στρατηγική αξιοποίηση της επαγγελµατικής κατάρτισης, µπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα µιας νέας κοινωνικής και οικονοµικής συµφωνίας για την Ελλάδα του µέλλοντος.

Κυριακάτικη Απογευματινή / Ιωάννα Λυτρίβη