Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της 8ης Ιουνίου 2000, τίποτε δεν προμήνυε ότι θα ήταν το τελευταίο της ζωής του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου στην Ελλάδα Στήβεν Σόντερς.
Ο Βρετανός αξιωματούχος αποχαιρέτησε τη σύζυγό του Χέδερ, επιβιβάστηκε στο λευκό του Rover και ξεκίνησε από τα βόρεια προάστια με προορισμό το κέντρο της Αθήνας, όπου βρίσκεται η βρετανική πρεσβεία. Η λεωφόρος Κηφισίας όπως όλα τα πρωϊνά έτσι και εκείνη τη μέρα ήταν μποτιλιαρισμένη.
Ο Σόντερς σταματάει στο φανάρι που βρίσκεται στο ύψος του Ψυχικού. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους εκτελεστές του. Τα δύο μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» που άρχισε να δρα στην Ελλάδα στις 23 Ιουνίου 1975, έφτασαν στο σημείο με ένα «παπάκι». Ο ένας από τους δύο επιβάτες με πανομοιώδη ψυχραιμία, ύψωσε το G3 που κρατούσε στα χέρια του και άνοιξε πυρ εναντίον του Σόντερς ο οποίος επλήγει στα άκρα και την κοιλιά. Στο σημείο επικράτησε πανδαιμόνιο και οι εκτελεστές έσπευσαν να εξαφανιστούν. Ο Βρετανός αξιωματούχος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο κοντινότερο νοσοκομείο που ήταν ο Ερυθρός Σταυρός και εισήχθη εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών άφησε την τελευταία του πνοή.
Την επόμενη μέρα του χτυπήματος η «Απογευματινή» είχε πρώτο θέμα την εκτέλεση του Σόντερς. «Χτύπημα πρόκληση με πολλούς αποδέκτες» ήταν ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας ενώ τονιζόταν πως υπήρχαν «περίεργες συμπτώσεις και ερωτηματικά για τη δολοφονία του Βρετανού ταξιάρχου».
Παράλληλα στο πρωτοσέλιδο τονιζόταν πως «για μελαμψό εκτελεστή μιλούν οι μάρτυρες» ενώ παρουσιάζονταν οι αναφορές πρώην διοικητή της CIA, ο οποίος υποστήριζε ότι η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε τους δολοφόνους. Τέλος στο πρωτοσέλιδο υπήρχε η αναφορά για την επικήρυξη μαμούθ 1,8 δισ. σε όσους θα μιλούσαν για τους τρομοκράτες.
Αμέσως μετά τη δολοφονία επικοινώνησε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με τον τότε Βρετανό ομόλογο του Τόνι Μπλερ, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του. Ο Μπλερ αποφάσισε να βοηθήσει την ελληνική πλευρά προκειμένου να εξαρθρωθεί η οργάνωση που μέχρι τότε λειτουργούσε ως «φάντασμα».
Λίγες ώρες αργότερα έφτασε στην Ελλάδα ειδικό κλιμάκιο της Σκότλαντ Γιάρντ με τους Βρετανούς αξιωματικούς να θεωρούν ζήτημα τιμής τον εντοπισμό των εκτελεστών. Η εκτέλεση του Σόντερς οδήγησε την Αντιτρομοκρατική σε διαφορετικό τρόπο σκέψης. Και αυτό διότι οι Βρετανοί μύησαν τους Έλληνες αξιωματικούς σε μία διαφορετική προσέγγιση προτάσσοντας τους το χαρτί του «λαϊκού ερείσματος». Ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να στρέψουν την κοινωνία απέναντι τους. Και αυτό διότι ένα μέρος έβλεπε με συμπάθεια τους τρομοκράτες, ειδικότερα από την περίοδο της εκτέλεσης του αρχιβασανιστή της χούντας Ευάγγελου Μάλλιου.
Έτσι λοιπόν άρχισαν να βγαίνουν στα μέσα ενημέρωσης συγγενείς θυμάτων και να μιλούν για τον πόνο που προκάλεσαν οι απώλειες των δικών τους ανθρώπων. Δύο χρόνια αργότερα η έκρηξη του εμπρηστικού μηχανισμού στα χέρια του Σάββα Ξηρού, στο λιμάνι του Πειραιά, οδήγησε στην εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και όταν το ένα μετά τα άλλα μέλη της οργάνωσης άρχισαν να πέφτουν στα χέρια της Αντιτρομοκρατικής, στα στόματα που ήταν ερμητικά κλειστά, άρχισαν να ανοίγουν το ένα πίσω από το άλλο, ενώ όταν δόθηκαν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες τους, αναγνωρίστηκαν από πολλούς που τους θεωρούσαν ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο Ξηρός είχε πει ότι αυτός οδηγούσε τη μηχανή που χρησιμοποιήθηκε στην εκτέλεση του Σόντερς, ενώ αυτός που πυροβόλησε ήταν ο «Λουκάς» της «17 Νοέμβρη», ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Μάλιστα ο «Λουκάς» στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» περιγράφει με λεπτομέρειες τον λόγο που αποφασίστηκε η δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου.
Πριν μερικά χρόνια ο Ελληνοαμερικανός πρώην πράκτορας της CIA Τζον Κυριάκου είχε συνομιλήσει με τον ηθοποιό του Χόλιγουντ Τζάρεντ Λέτο και του είχε αποκαλύψει ότι προτού οι τρομοκράτες επιλέξουν τον Σόντερς είχε βρεθεί στο στόχαστρό τους. Ο Κυριάκου, με καταγωγή από τη Ρόδο έφτασε στην Αθήνα το 1998, με την «ιδιότητα» του γραμματέα της Πρεσβείας. Ωστόσο είχε επιφορτιστεί με το κυνήγι τρομοκρατών από τις Αραβικές χώρες που περνούσαν από την Αθήνα, τη στρατολόγηση πληροφοριοδοτών και την εξάρθρωση της 17Ν. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του περιέγραψε με λεπτομέρειες πως αντιλήφθηκε ότι είχε βρεθεί στο στόχαστρο. Συγκεκριμένα η οργάνωση «φάντασμα» είχε προσπαθήσει να τον εκτελέσει με τον ίδιο τρόπο που θα σκότωνε τον Σόντερς. Ωστόσο, ο Κυριάκου κουβαλούσε πάντα μαζί του όπλο και οδηγούσε θωρακισμένο αμάξι.
Έτσι, τελικά στο στόχαστρο της 17Ν, βρέθηκε ο γείτονάς του Στήβεν Σόντερς, ο στρατιωτικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας. Μάλιστα την ημέρα της δολοφονίας ο Κυριάκου βρισκόταν με τη θωρακισμένη του BMW λίγο πιο κάτω από τον τόπο της εκτέλεσης. Όταν έφτασε στο γραφείο του έμαθε για τη δολοφονία του Βρετανού αξιωματούχου. Λίγο αργότερα η «17 Ν» έστειλε την προκήρυξη μέσω της οποίας εξηγούσε τους λόγους του χτυπήματος της, ενώ στη συνέχεια υπήρξε και διευκρινιστική προκήρυξη στις 11 Δεκεμβρίου 2000.
«Tην στιγμή της επιχείρησης, στο αμέσως μπροστινό φανάρι ήταν μποτιλιαρισμένος αμερικάνος οπλισμένος μεγαλοπράκτορας της CIA, ενώ περίπου εκατό μέτρα πίσω μας βρισκόταν ο Βαρδινογιάνννης με την οπλισμένη συνοδεία του», έγραφε η «17 Ν». Το γεγονός ότι οι τρομοκράτες γνώριζαν την ταυτότητά του προβλημάτισε τόσο τον ίδιο όσο και τους ανωτέρους του. Έτσι, για λίγο καιρό μετά από αυτήν την απόπειρα δολοφονίας, ο Τζον Κυριάκου μπήκε στον «πάγο» καθώς θεωρείτο ότι είχε «καεί» ως μυστικός πράκτορας, δηλαδή η ταυτότητά του ήταν ευρέως διαδεδομένη.