Ηταν 12 Ιουνίου του 1975, σχεδόν ένα χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας, όταν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπέβαλε επίσημο αίτημα προκειμένου να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την ένταξη της Ελλάδας ως πλήρους μέλους στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί σχεδόν αμέσως μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος, γεγονός που αποκάλυπτε πως είχε ιεραρχήσει από πολιτικής πλευράς τις ενέργειές του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διαβλέποντας ήδη τη σημασία της συμμετοχής της χώρας μας στη διαφαινόμενη τακτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ας μη λησμονείται άλλωστε ότι ο διορατικός Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε φροντίσει ήδη από το 1961 να είναι η Ελλάδα η πρώτη χώρα που θα υπέγραφε Συμφωνία Συνδέσεως με την ΕΟΚ.
Οπως αναφέρεται ειδικότερα στο Αρχείο του πρώην Προέδρου της ∆ημοκρατίας, «η απόφαση της χώρας να αναζητήσει μακροπρόθεσμα το μέλλον της στους κόλπους της ενοποιούμενης ∆υτικής Ευρώπης είχε ήδη ληφθεί από τη δεκαετία του 1950, με πρωτοβουλία του Μακεδόνα πολιτικού. Η πλήρης ένταξη δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά η φυσική κατάληξη της μακράς και επίπονης πορείας της Ελλάδος προς αυτό που σχεδόν το σύνολο του πολιτικού φάσματος, αλλά και του ελληνικού λαού, θεωρούσε φυσικό χώρο του Εθνους».
Την υποβολή του ελληνικού αιτήματος είχε αναλάβει ο πρέσβης μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Στ. Σταθάτος. Είχε συναντηθεί με τον πρόεδρο του Συμβουλίου υπουργών της Κοινότητας, τον Ιρλανδό υπουργό των Εξωτερικών, Γκ. Φιτζέραλντ.
Την εποχή εκείνη -μιλάμε για το 1975- τα μέλη της ΕΟΚ ήταν εννέα. Είχε καλέσει λοιπόν ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός τους πρέσβεις των εννέα κρατών-μελών και τους είχε ανακοινώσει ως εξής την υποβολή του σχετικού αιτήματος, λέγοντάς τους μεταξύ άλλων:
«Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να πληροφορήσετε τις κυβερνήσεις σας ότι η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’ επιστολής της που απηύθυνε σήμερα στον πρόεδρο του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ζητεί να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, της Κοινότητος Ανθρακος και Χάλυβος και της Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας. Η Ελλάς ανήκει και επιθυμεί να ανήκει εις την Ευρώπην, όπου την έχουν τοποθετήσει η γεωγραφική της θέσις, η ιστορία της και η παράδοσίς της, που είναι κοινή με την πολιτιστικήν κληρονομίαν των χωρών σας. (…) Θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς και μόνον για οικονομικούς λόγους. Την επιδιώκει προπάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της ∆ημοκρατίας και εις το μέλλον του Εθνους».
Στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών της ΕΟΚ η ελληνική πρωτοβουλία είχε γίνει θετικά δεκτή. Μάλιστα κύκλοι της γαλλικής κυβέρνησης δήλωναν ότι η Γαλλία θα παράσχει τη μεγαλύτερη και πληρέστερη υποστήριξη στο ελληνικό αίτημα.
Οι δε Γερμανοί εξέφραζαν την ικανοποίησή τους, θεωρώντας ότι το ελληνικό αίτημα αποτελούσε απόδειξη του γεγονότος ότι η δύναμη του κινήματος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση παρέμενε ανέπαφη.

Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας
∆ώδεκα μέρες μετά την υποβολή του ελληνικού αιτήματος, δηλαδή στις 24 Ιουνίου, το Συμβούλιο υπουργών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας έκανε «ευμενώς δεκτή» την ελληνική αίτηση. Την ορολογία αυτή, για όποια σημασία είχε, οι Ευρωπαίοι είχαν χρησιμοποιήσει και κατά την πρώτη διεύρυνση της ΕΟΚ, το 1973.
Στο βιβλίο του για τον «Αγνωστο Καραμανλή» ο πολιτικός και φιλόσοφος Κωνσταντίνος Τσάτσος παρατηρεί ότι μόλις γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο Καραμανλής έθεσε ως μόνιμο στόχο της πολιτικής του την προσχώρηση της Ελλάδας σε αυτήν την Κοινότητα.
Το λιγότερο που συγκινούσε τον Καραμανλή ήταν τα οικονομικά ωφελήματα, η οικονομική αναγκαιότητα να ενταχθεί η Ελλάδα στην Κοινότητα.
Ο Καραμανλής κατάλαβε αμέσως ότι η οριστική ένταξη σε μία Ενωμένη Ευρώπη θα μεταβάλει τα σύνορα της Ελλάδας σε σύνορα της Συνομοσπονδίας των ελεύθερων δημοκρατικών λαών της Ευρώπης και θα κατοχυρώσει έτσι τη συνεχώς απειλούμενη ανεξαρτησία της.
Ο Καραμανλής πίστευε ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ζούσε πάντοτε με το άγχος ενός τοπικού πολέμου που την υποχρέωνε να ζητά προστάτες και κηδεμόνες. Και ότι με την ένταξή της θα απαλλαγόταν από το άγχος αυτό, μια που κανένας δεν θα μπορούσε να προσβάλει την Ελλάδα χωρίς να προκαλέσει έναν γενικότερο πόλεμο.
Στο βιβλίο του εξ άλλου «Πέρα από τα σύνορα» ο διπλωμάτης και υπουργός Εξωτερικών της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ∆ημήτρης Μπίτσιος αναφέρει ότι ο Καραμανλής, λίγες μέρες πριν από την επίσημη υποβολή αιτήματος για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, είχε αποκαλύψει τα ευρύτερα σχέδιά του και τους οραματισμούς του σε συνέντευξή του στο Κινεζικό Πρακτορείο Τανγιούνγκ. «Ο βασικός προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής -είχε πει- είναι η Ευρώπη στην οποία αισθανόμαστε ότι ανήκουμε οργανικά. Η Ελλάς επιδιώκει την ταχύτερη δυνατή ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αλλά και την πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής ιδέας, δηλαδή την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης».
Ο ∆ημήτρης Μπίτσιος θυμάται ότι πριν ζητήσει επίσημα την έναρξη διαπραγματεύσεων για την πλήρη ένταξή μας στην Κοινότητα, ο Καραμανλής είχε παρασκευάσει προσεκτικά το έδαφος. Εκανε δύο επισκέψεις που στάθηκαν καθοριστικές στους μετέπειτα χειρισμούς του. Στο Παρίσι και στη Βόνη βρήκε κατανόηση και απέσπασε το πράσινο φως από δύο εταίρους της ΕΟΚ που ασκούσαν ιδιαίτερη επιρροή.
Αλλωστε οι Ευρωπαίοι -καταλήγει ο Μπίτσιος- είχαν εκτιμήσει ότι στο πρόσωπο του Καραμανλή είχαν βρει έναν φανατικό Ευρωπαίο που τους είχε θυμίσει με δικά του λόγια τους οραματισμούς εκείνων που είχαν ξεκινήσει την διαδικασία τις ενοποίησης: «Αν δεχθούμε -τους είχε πει ο Καραμανλής- ότι η επάνοδος στο παρελθόν είναι αδιανόητη, τότε πρέπει να προχωρήσουμε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Σ’ αυτήν την προσπάθεια ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμή και την ευθύνη να συμμετάσχει…».
Κυριακάτικη Απογευματινή