Μικροί χρήστες, µεγάλοι κίνδυνοι στο ∆ιαδίκτυο

Οι πλατφόρµες εξακολουθούν να αδυνατούν να προστατέψουν τους ανήλικους έναν χρόνο µετά την εφαρµογή του DSA – Γιατί δεν έχουν υλοποιηθεί ακόµη οι µηχανισµοί επαλήθευσης ηλικίας – Σοκάρουν τα στοιχεία έρευνας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς ∆ιαδικτύου του ΙΤΕ
10:00 - 21 Ιουλίου 2025

Ενα 10χρονο παιδί, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία, καταφέρνει εύκολα να γίνει µέλος της διαδικτυακής κοινότητας του TikTok, παραµένει ώρες καθηλωµένο σε µια οθόνη, παρακολουθεί βίαιο περιεχόµενο και δέχεται διαφηµίσεις µε βάση το «προφίλ» του. Κι όλα αυτά ένα χρόνο µετά την εφαρµογή του πιο αυστηρού ψηφιακού νόµου της Ευρώπης, που στοχεύει στην προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων κυρίως των ανήλικων χρηστών.

Συγκεκριµένα, τον Φεβρουάριο του 2024 τέθηκε πανευρωπαϊκά σε εφαρµογή ο Κανονισµός για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA), µία από τις πιο φιλόδοξες ρυθµιστικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύµφωνα µε τον DSA, οι διαδικτυακές πλατφόρµες (όπως το Facebook, το Instagram και το TikTok) είναι αυτές που φέρουν την ευθύνη για τη δηµιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τους ανήλικους χρήστες, εφαρµόζοντας µηχανισµούς επαλήθευσης ηλικίας, περιορίζοντας την προώθηση εθιστικών συµπεριφορών και αποκλείοντας ακατάλληλο περιεχόµενο. Ωστόσο, ένα χρόνο µετά την εφαρµογή του νόµου, η πραγµατικότητα απέχει σηµαντικά από τις επιδιώξεις του νοµοθέτη. Συγκεκριµένα, όπως αποκαλύπτει µεγάλη έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς ∆ιαδικτύου του Ιδρύµατος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ), που διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 2025, µε τη συµµετοχή 2.500 µαθητών ηλικίας 10 έως 18 ετών από σχολεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Ηρακλείου και της Λάρισας, οι πλατφόρµες παραµένουν πολύ µακριά από την επίτευξη των στόχων που θέτει ο DSA. Κι αυτό γιατί η προστασία των παιδιών στο ∆ιαδίκτυο παραµένει ανεπαρκής και συχνά εξαρτάται από την ατοµική επαγρύπνηση των γονέων ή των εκπαιδευτικών, αντί να διασφαλίζεται από τους ίδιους τους ψηφιακούς κολοσσούς, όπως ορίζει ο Κανονισµός.

Στο έλεος

Η έρευνα φέρνει στο φως µια ιδιαίτερα σκληρή πραγµατικότητα: η πλειονότητα των παιδιών κάτω των 13 ετών καταφέρνουν να παραβιάσουν τις ηλικιακές προϋποθέσεις πρόσβασης (age gates) που έχουν ορίσει οι πολύ µεγάλες διαδικτυακές πλατφόρµες (VLOPs), έχοντας κανονικά παρουσία σε αυτές (Facebook, Instagram, TikTok και YouTube), µε τη χρήση ψευδών ηλικιών κατά την εγγραφή τους. Ειδικότερα, το 41% των µαθητών ∆ηµοτικού και το 51% των µαθητών Γυµνασίου/Λυκείου δήλωσαν ότι ξεκίνησαν να χρησιµοποιούν µέσα κοινωνικής δικτύωσης µεταξύ 10 και 12 ετών, ενώ από τους µαθητές που χρησιµοποιούν κοινωνικά δίκτυα, το 66% στο ∆ηµοτικό και το 74% στη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση παραδέχονται ότι δήλωσαν ψευδή ηλικία κατά την εγγραφή τους. Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά της παντελούς αποτυχίας των πλατφορµών να εφαρµόσουν αξιόπιστους µηχανισµούς ηλικιακής επαλήθευσης, όπως απαιτεί ο DSA. Παράλληλα, η έρευνα καταγράφει σηµαντικά ποσοστά υπερβολικής χρήσης των κοινωνικών δικτύων από ανηλίκους, µε το 56% των µαθητών Γυµνασίου/Λυκείου και το 29% των µαθητών ∆ηµοτικού να δηλώνουν ότι περνούν πάνω από τρεις ώρες τα Σαββατοκύριακα online, ενώ και τις καθηµερινές τα ποσοστά είναι ανησυχητικά αυξηµένα.

Στη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση το 39% των µαθητών δηλώνουν ότι χρησιµοποιούν το ∆ιαδίκτυο περισσότερες από τρεις ώρες την ηµέρα και στο ∆ηµοτικό το 18%. Μάλιστα, 1 στους 4 µαθητές Γυµνασίου/Λυκείου που κάνει υπερβολική χρήση αναφέρει ότι χρειάζεται βοήθεια για να τη µειώσει. Το εύρηµα αυτό συνδέεται άµεσα µε τις προβλέψεις του DSA για την ανάγκη εφαρµογής εργαλείων αυτορρύθµισης, ειδοποιήσεων χρήσης και διακοπής πρόσβασης, µε στόχο τη µείωση της εθιστικής χρήσης ψηφιακών υπηρεσιών.

Περιστατικά που ανησυχούν

Ακόµα ένα ανησυχητικό στοιχείο που αναδεικνύει η έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς ∆ιαδικτύου είναι πως η έκθεση σε βίαιο, σεξουαλικό ή επιβλαβές περιεχόµενο είναι καθηµερινό φαινόµενο για το 34% των παιδιών ∆ηµοτικού και το 61% των παιδιών Γυµνασίου και Λυκείου. Και το πρόβληµα δεν εντοπίζεται µόνο στο περιεχόµενο που επιλέγουν να αναζητήσουν τα παιδιά, αλλά και σε αυτό που παθητικά τους προβάλλεται µέσω των αλγορίθµων των πλατφορµών. Η στοχευµένη διαφήµιση µε βάση την καταγραφή των συνηθειών χρήσης -το λεγόµενο active profiling- συνεχίζει να εφαρµόζεται, παρά την απαγόρευση που επιβάλλει ο DSA για τους ανήλικους. Παράλληλα, αν και τα περισσότερα παιδιά δηλώνουν ότι γνωρίζουν πώς να αναφέρουν ένα επιβλαβές περιεχόµενο, οι µηχανισµοί «Report & Block» συχνά είναι περίπλοκοι, ειδικά για τους µικρότερους σε ηλικία χρήστες.

Το αποτέλεσµα είναι πολλά περιστατικά να µην αναφέρονται ποτέ ή να παραµένουν χωρίς αντίδραση, γεγονός που διαιωνίζει άσχηµες καταστάσεις. Και σαν να µην έφταναν όλα τα παραπάνω, οι ανήλικοι χρήστες καλούνται να διαχειριστούν και το φαινόµενο του διαδικτυακού εκφοβισµού στο δαιδαλώδες ιντερνετικό περιβάλλον. Στο ∆ηµοτικό, το 6% δηλώνουν ότι έχουν πέσει θύµα και το 9% ότι έχουν υπάρξει µάρτυρες διαδικτυακού εκφοβισµού, ενώ στο Γυµνάσιο/Λύκειο το 6% ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύµα και το 15% έχουν γίνει µάρτυρες, µε τα περισσότερα θύµατα να προσπαθούν να το διαχειριστούν µόνα τους και την πλειονότητα των µαρτύρων να στηρίζει το θύµα, χωρίς να αναφέρει πουθενά το περιστατικό.

Οι γονείς απόντες ή ανίσχυροι

Η µελέτη υπογραµµίζει και µια άλλη κρίσιµη διάσταση του προβλήµατος: την έλλειψη γονικής εποπτείας. Είναι χαρακτηριστικό πως 1 στους 4 µαθητές αναφέρει ότι άνοιξε λογαριασµό χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς του. Αλλά ακόµα και όταν οι γονείς είναι παρόντες, τα εργαλεία γονικού ελέγχου χαρακτηρίζονται συχνά δυσνόητα και δύσχρηστα, αδυνατώντας να προσφέρουν πραγµατική ασφάλεια. Και παρόλο που οι εθνικές πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Προστασίας των Ανηλίκων από τον Εθισµό στο ∆ιαδίκτυο, όπως το Kids Wallet (www.kidswallet.gov.gr) και το Parco (www.parco.gov.gr), αποτελούν βήµατα προς τη σωστή κατεύθυνση -µε το Kids Wallet να προσφέρει στους γονείς εύχρηστα εργαλεία γονικού ελέγχου, ώστε να διαχειρίζονται την ψηφιακή εµπειρία των παιδιών τους, και το Parco να παρέχει εκπαιδευτικό υλικό και υποστήριξη σε σχολεία και οικογένειες για την πρόληψη του διαδικτυακού εκφοβισµού και των κινδύνων του ψηφιακού κόσµου-, δεν επαρκούν, όπως επισηµαίνει η καθηγήτρια Παρασκευή Φραγκοπούλου, συντονίστρια του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς ∆ιαδικτύου.

Οπως δεν επαρκούν και τα εκπαιδευτικά προγράµµατα όσο η ευθύνη εξακολουθεί να µετατοπίζεται από τις πλατφόρµες στους γονείς και στα ίδια τα παιδιά. Σε κάθε περίπτωση, στην εποχή της τεχνητής νοηµοσύνης που διανύουµε, όπου τα τεχνολογικά εργαλεία για τον εντοπισµό ακατάλληλου περιεχοµένου είναι διαθέσιµα και εξελιγµένα, είναι αδικαιολόγητο να παραµένουν παιδιά εκτεθειµένα σε περιεχόµενο που ενισχύει την πόλωση, τον εξτρεµισµό και την παραπληροφόρηση. Σηµειώνεται πως η έρευνα καταδεικνύει ότι τα ίδια τα παιδιά δεν είναι παθητικοί δέκτες ούτε αδιάφοροι χρήστες. Αντιθέτως, έχουν άποψη, γνώση και απαίτηση για ένα πιο ασφαλές, δίκαιο και ανθρώπινο ψηφιακό περιβάλλον. Και η φωνή τους πρέπει να ακουστεί και να έχει ρόλο στη διαµόρφωση των πολιτικών για τον ψηφιακό κόσµο του αύριο.

Kυριακάτικη Απογευματινή