Η εκτροπή των βενιζελικών αξιωµατικών σε δικτάτορες τύπου Πάγκαλου, Κονδύλη και υποψήφιους δικτάτορες τύπου Πλαστήρα, το «Ιδιώνυµον» και τα άλλα ανελεύθερα µέτρα, η µη επίλυση του προσφυγικού και των άλλων κοινωνικών ζητηµάτων, η συγκυρία της οικονοµικής κρίσης και, τέλος, η αποτυχία του βενιζελικού κινήµατος του 1935 απογοήτευσαν τις µάζες των βενιζελικών και έκαναν τις προοδευτικότερες απ’ αυτές να θέλουν ριζικότερες κοινωνικές λύσεις.
Ωστόσο, ενισχυµένη από την πτώση του βενιζελισµού βγήκε η ∆εξιά, που πήρε την εξουσία, επέβαλε τον στρατιωτικό νόµο και επιζητούσε να ξαναφέρει πίσω τη βασιλεία. Πρωταγωνιστής αυτών των εξελίξεων, o στρατηγός Κονδύλης, παλιός βενιζελικός και κατόπιν ακραιφνής βασιλόφρονας, πρωθυπουργός, δικτάτορας και «αντιβασιλεύς».
Στα σχέδιά της για επαναφορά της βασιλείας η ∆εξιά έβρισκε αναπάντεχο σύµµαχό της την Αγγλία. Πώς έγινε αυτό; Ο Κωνσταντίνος είχε πεθάνει στην εξορία του (στα 1929) και διάδοχός του ήταν ο Γεώργιος Β’, που ανέπτυξε στενούς δεσµούς µε την αγγλική βασιλική οικογένεια και την Αγγλία. Ετσι, εκείνος ήταν ο ευνοούµενος των Εγγλέζων.

Ο Βενιζέλος δεν τους φαινόταν πια τόσο πιστός, γιατί είχε αναπτύξει σχέσεις µε την Ιταλία του Μουσολίνι. Ωστόσο, οι Αγγλοι εξακολουθούσαν να τον επηρεάζουν και προσπαθούσαν να τον πείσουν να µην αντιταχθεί, αλλά να υποστηρίξει την επιστροφή του Γεωργίου Β’, σαν ένα είδος ειρηνευτή των πολιτικών παθών.
Ο Γεώργιος θα έριχνε στη λήθη το παρελθόν, θα συµφιλίωνε βενιζελικούς και βασιλικούς και θα έβγαζε από τη φυλακή τους κι νηµατίες του 1935.
Βαθύτερος σκοπός των Αγγλων ήταν να συµφιλιώσουν τις αντιµαχόµενες µερίδες της ελληνικής αστικής τάξης για να αντιµετωπίσουν την ανερχόµενη Αριστερά, αλλά και για να έχουν µια υπάκουη Ελλάδα, σταθερά ταγµένη στο πλευρό τους, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική.
Η ανοχή
Πραγµατικά, ο Βενιζέλος πείστηκε να δώσει την ανοχή του στον Γεώργιο µε την προϋπόθεση ότι θα είναι «βασιλεύς όλων των Ελλήνων», θα σέβεται τις συνταγµατικές ελευθερίες και θα δηµοσιεύσει διάταγµα γενικής αµνηστίας. Στις 3 Νοεµβρίου 1935 έγινε ένα δηµοψήφισµα βίας και νοθείας που έφερε πίσω τη βασιλεία µε 105%!
Στις 25 Νοεµβρίου φτάνει στην Αθήνα ο βασιλιάς και τις επόµενες µέρες παύει την κυβέρνηση Κονδύλη και δίνει γενική αµνηστία. Μέσα σ’ αυτό το κλίµα ευφορίας, κυκλοφόρησε σε δίσκο το τραγούδι του Τούντα «Χρυσαφένιος αετός», µε υπότιτλο «Το τραγούδι του Γιώργου».
Τα ρητορικά κραυγαλέα λόγια, ο υπερβολικός ενθουσιασµός, που όµως δεν πείθει για την ειλικρίνεια των συναισθηµάτων, οι επαναλήψεις, οι πλεονασµοί, ο συναισθηµατισµός που φτάνει έως τον µελοδραµατισµό, κάνουν το τραγούδι αυτό κάθε άλλο παρά από τα καλύτερα του συνθέτη.
Λείπει από τους στίχους του η ψυχή και η έµπνευση, λες και το τραγούδι γράφτηκε άκεφα, µε το ζόρι. Μορφολογικά, το τραγούδι εντάσσεται στο δηµοτικό, γιατί όχι µόνο ο ρυθµός είναι καλαµατιανός, αλλά και η βασική του εικόνα είναι δανεισµένη από την ύπαιθρο και όχι από τη ζωή της πόλης.
Φυσικά, η εικόνα του «χρυσαφένιου αετού» µας παραπέµπει στο σχετικό βασιλικό εµβατήριο και στην καταγωγή της βασιλείας από το Βυζάντιο.
Πάλι ξαναγεννήθηκα κι ήρθα στα λογικά µου, γιατί θωρούν τα µάτια µου ό,τι ήθελε η καρδιά µου. Καλώς τονε τον Γιώργο µου, τον πολυαγαπηµένο,
που µου τον είχε η µοίρα του χρόνια ξενιτεµένο.
Ξενιτεµένο µου πουλί που ’ρθες από τα ξένα
µέσα στην πρώτη σου φωλιά ξέχνα τα περασµένα.
Παίξτε, λαούτα, παίξετε, παίξτε κι εσείς, βιολιά µου
κι ο χρυσαφένιος αετός βρίσκεται πια κοντά µου.
Τώρα, ξενιτεµένε µου, συ θα ’σαι ο βασιλιάς µου,
όπως και πάντα ήσουνα ο πόθος της καρδιάς µου.
Παίξτε, λαούτα, παίξετε, παίξτε βιολιά, κλαρίνα,
κι ο χρυσαφένιος µου αετός βρίσκεται στην Αθήνα.
Στις 7 Μαρτίου 1936 ο βασιλιάς διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. ∆ύο µέρες αργότερα ο Βενιζέλος έγραφε σε επιστολή του:
«Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Λαού και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον… Από µέσα από την καρδιά µου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς».
Ο θάνατος
Αυτή ήταν η τελευταία πολιτική πράξη του Βενιζέλου, γιατί σε λίγες µέρες, στις 18 Μαρτίου, άφηνε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι. Η Ελλάδα συγκλονίστηκε από τον θάνατο του πολιτικού, που δέσποσε στον δηµόσιο βίο για τέσσερις δεκαετίες.
Τότε ο Τούντας γράφει και κυκλοφορεί σε δίσκο τον «Καηµό της κυρα-Κώσταινας», ένα αλληγορικό τραγούδι, που τόσο από αισθητική όσο και από ιδεολογική άποψη βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση µε το προηγούµενο.
Η συγκίνηση εδώ είναι γνήσια. Υπάρχει έµπνευση που µετουσιώνεται σε ποίηση και κάνει αυτό το τραγούδι να είναι το µοναδικό, απ’ όσα γράφτηκαν για τον Βενιζέλο, που έχει διαχρονική αξία.


Αλλη µια φορά ο Βενιζέλος εµφανίζεται σαν «πατέρας» για τα «ορφανά αδέρφια» του, δηλαδή τους πρόσφυγες. Πίσω από την έκφραση «κυρα Κώσταινα» κρύβεται η ψωροκώσταινα, σατιρικό παρατσούκλι της Ελλάδας, που σίγουρα της ταίριαζε, καθώς είχε πέσει πολύ χαµηλά µετά την Καταστροφή, την οικονοµική κρίση και την επαναφορά της βασιλείας.
Ο Βενιζέλος ήταν το «κρυφό καµάρι» της, αφού αυτός ο θαυµασµός δεν µπορούσε πια να εκδηλωθεί φανερά, εξαιτίας της φοβέρας και της επικράτησης της Ακροδεξιάς. Αυτή η φοβία και η απόκρυψη φαίνονται κιόλας στη µορφή που διάλεξε ο Τούντας για να εκφράσει το θέµα του, την αλληγορία:
H δόλια κυρα-Κώσταινα κρυφό
το ’χε καµάρι
που είχε στην ξενιτιά ένα γιο
λεβέντη, παλικάρι.
Αυτόν είχε παρηγοριά η έρηµη
µητέρα
και τα ορφανά τα’ αδέρφια του
αυτόν είχαν πατέρα.
Η µοίρα, όµως, η κακιά όταν
αυτή δε θέλει…
Στέλνει τον χάρο µια βραδιά και
την ψυχή του παίρνει.
Τώρα η κυρα-Κώσταινα τις
νύχτες αγρυπνάει,
τα νεκροπούλια κράζουνε κι
εκείνη τα ρωτάει:
Κι αν πέθανε ο λεβέντης µου,
γιατί δεν µου το λέτε,
µόνο τις νύχτες έρχεστε στην
πόρτα µου και κλαίτε:
Πείτε το, νεκροπούλια µου, τ’
αδέρφια του να ξέρουν
πού είναι το µνηµούρι του
λουλούδια να του φέρουν.
Κι άλλοι συνθέτες γράψανε για τον θάνατο του Βενιζέλου, χωρίς να καταφύγουν στην αλληγορία:
Κλάψτε, παιδιά, µε την καρδιά,
ντυθείτε µέσ’ στα µαύρα,
γιατί η Ελλάδα έχασε ένα
µεγάλο άντρα
κλάψατε τον δηµιουργό, τη µόνη
µας ελπίδα,
τον Βενιζέλο που έκανε µεγάλη
την πατρίδα.
Ο Τούντας, όµως, κρύφτηκε πίσω από την αλληγορία, µια µέθοδο που σπάνια τη χρησιµοποιούσε. Γιατί; Μήπως είχε κάποιους ιδιαίτερους λόγους να είναι προσεχτικός; Μήπως είχε δεχτεί στο παρελθόν πιέσεις, απειλές ή προειδοποιήσεις για το τολµηρό περιεχόµενο των τραγουδιών του;
Αν ο Τούντας είχε γράψει την «Kυρα Κώσταινα» και δεν είχε γράψει τον «Χρυσαφένιο αετό», δεν θα υπήρχε κανένα πρόβληµα. Θα µπορούσαµε άνετα να τον εντάξουµε στους βενιζελικούς, όπως και τους άλλους Μικρασιάτες συνθέτες που γράψανε τραγούδια για τον Βενιζέλο. Μόνο που θα τον τοποθετούσαµε στην αριστερή πτέρυγα των βενιζελικών, εξαιτίας της συµπάθειάς του για τους κοινωνικούς και τους εργατικούς αγώνες.

Αντίθετα, αν είχε γράψει τον «Χρυσαφένιο αετό» και δεν είχε γράψει την «Κυρα-Κώσταινα», θα ήταν δύσκολο να συσχετίσουµε τα τολµηρά κοινωνικά του τραγούδια µε αυτό τον ύµνο στον βασιλιά. Πώς να πιστέψουµε ότι ο συνθέτης της «Μπολσεβίκας» και του «Εργάτη» ήταν ένας βασιλόφρονας! Αφού, όµως, έγραψε και τα δύο, δηλαδή και τον ύµνο στον βασιλιά και την ελεγεία για τον Βενιζέλο, παρουσιάζεται µπροστά µας ένα πρόβληµα: τι ήταν αυτό που έκανε τον Μικρασιάτη συνθέτη να γράψει τον «Χρυσαφένιο αετό», ένα τραγούδι τόσο παράταιρο µέσα στο σύνολο του έργου του, τόσο θεµατικά όσο και αισθητικά;
Οι εξηγήσεις
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο Τούντας δέχτηκε κάποιες πιέσεις είτε από την ίδια την εξουσία είτε από την εταιρεία, που κι αυτή µε τη σειρά της ίσως να πιέστηκε από κρατικούς παράγοντες. Μια τέτοια πίεση πάνω στον Τούντα θα φαινόταν φυσική µέσα στις συνθήκες καταπίεσης εκείνης της εποχής, αφού ο Τούντας είχε εκτεθεί µε ορισµένα του τραγούδια, όπως η «Μπολσεβίκα» και ο «Εργάτης».
Πιθανόν, λοιπόν, να του ζήτησαν να γράψει κι ένα τραγούδι σαν απόδειξη της νοµιµοφροσύνης του προς τον βασιλιά και τις κυβερνήσεις της ∆εξιάς, µια νοµιµοφροσύνη που ίσως να είχε τεθεί σε αµφιβολία µε τα τολµηρά τραγούδια του. Μια δεύτερη πιθανή εξήγηση που, αν τη δεχτούµε, θα έδειχνε τον χαρακτήρα του Τούντα µε διαφορετική όψη απ’ ό,τι τον δείχνουν όλα τα άλλα τραγούδια του, είναι ότι ο συνθέτης ίσως να επεδίωξε την εµπορική επιτυχία, κάνοντας τραγούδι ένα πολύ επίκαιρο θέµα που είχε απήχηση σ’ ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού: το θέµα της επανόδου του βασιλιά.
Μια τρίτη πιθανή εξήγηση είναι ότι επηρεάστηκε από την τοποθέτηση του Βενιζέλου, που είδε τον ερχοµό του Γεωργίου Β’ σαν ευκαιρία εθνικής συµφιλίωσης των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα δύο τραγούδια υπάρχει ατµόσφαιρα πολιτικής ύφεσης: τόσο τον βασιλιά όσο και τον Βενιζέλο δεν ήταν κάποιες πολιτικές δυνάµεις και αντιθέσεις που τους διώξανε στην «ξενιτιά», αλλά η απρόσωπη και ανεύθυνη µοίρα. Ακόµα, στο «Τραγούδι του Γιώργου» γίνεται και έκκληση λήθης µε τον στίχο «ξέχνα τα περασµένα».
Η εξήγηση, ακόµα, είναι δυνατόν να βρίσκεται στον συνδυασµό δύο από τις τρεις διαφορετικές εκδοχές που παραθέσαµε. Ωστόσο, τα στοιχεία δεν επιτρέπουν µια πιο κατηγορηµατική θέση πάνω στο πρόβληµα,κι έτσι το αίνιγµα παραµένει αίνιγµα, δηµιουργώντας µια ατµόσφαιρα αµφιβολίας και αβεβαιότητας γύρω από την προσωπικότητα και το έργο αυτού του συνθέτη, του πιο σηµαντικού στο µικρασιατικό ύφος.
Με τον θάνατο του Βενιζέλου τερµατίστηκε ο διχασµός της Ελλάδας σε βενιζελικούς και βα σιλικούς, που ήταν αποτέλεσµα των ξένων αναµίξεων. Η αριστερή πτέρυγα των βενιζελικών και των προσφύγων άρχισε να µετακινείται αριστερότερα. Οσοι απ’ αυτούς ανήκαν στην εργατική τάξη εντάχθηκαν τελειωτικά. Ενας νέος διχασµός θα εκδηλωνόταν µετά την Κατοχή, και πάλι µε την ανάµιξη ξένων,και συγκεκριµένα των Αγγλοαµερικανών: ο Εµφύλιος.
Σ’ αυτόν τον νέο διχασµό, ο ένας πόλος θα ήταν και πάλι το Παλάτι και η ∆εξιά, µαζί µε τη συντηρητική κεντρική παράταξη. Ο άλλος θα ήταν η Αριστερά, ενδυναµωµένη στο µεταξύ από παλιούς βενιζελικούς δηµοκράτες. Το λαϊκό τραγούδι, πιο ώριµο πολιτικά, θα ασχολούνταν συστηµατικά µε το θέµα του νέου διχασµού, του Εµφυλίου Πολέµου.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»