Χωρίς καµιά αµφιβολία ο εορτασµός της Παναγίας κατά τον ελλαδικό ∆εκαπενταύγουστο είναι ο λαµπρότερος όλων των εορτών των αγίων, ενώ ακολουθεί, αν δεν συναγωνίζεται, σε λαµπρότητα τόσο την εορτή των Χριστουγέννων όσο και εκείνη του Πάσχα.
Εξάλλου δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισµός της ως «το Πάσχα του καλοκαιριού». Επειδή όµως ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξα ντλείται ο εορτασµός περισσότερο σε εξωτερικά εθιµικά, όπως και το Πάσχα, παρά σε ουσιαστικά χαρακτηριστικά, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον των Ελλήνων στα λεγόµενα «πανηγύρια», χωρίς να επιθυµούµε την υποβάθµισή τους και την πολλαπλή ψυχαγωγική και κοινωνική προσφορά τους, για όσους θα ήθελαν παράλληλα να εµβαθύνουν στην ουσία της κορυφαίας γιορτής της Παναγίας µας καταθέτουµετα εξής:
Τη 15η Αυγούστου εορτάζει η Ορθόδοξη Εκκλησία την Κοίµηση της Θεοτόκου. Κοίµηση σηµαίνει θάνατος, και εποµένως, κατά παράδοξο κοσµικά τρόπο, ενώ πενθούµε και θρηνούµε την απώλεια των αγαπηµένων µας, στην περίπτωση των αγίων, και προπάντων της Παναγίας, πανηγυρίζουµε, χαιρόµαστε δηλαδή για τον θάνατό τους. Η εξήγηση µπορεί να προσβάλλει τα ανθρώπινα, δίνει όµως την ευκαιρία να δούµε τον θάνατο από µια άλλη σκοπιά, η οποία µάλιστα µας βοηθά να τον αντιµετωπίζουµε όχι πενθώντας, αλλά πανηγυρίζοντας µε αναστάσιµη διάθεση, όπως ακριβώς κάνουµε και κατά την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, όταν νικώντας µε τον θάνατό του τον θάνατο χάρι σε σε όλους µας την αναστάσιµη χαρά, τροφοδοτώντας την ελπίδα της δικής µας ανάστασης.
Με τον όρο Κοίµηση, λοιπόν, ο θάνατος από τέλος µεταβάλλεται σε αρχή, όπως το τέλος µιας ηµέρας σηµατοδοτεί µε το πρωινό ξύπνηµα την αρχή της εποµένης, µε τη διαφορά ότι µετά τον φυσικό θάνατο ακολουθεί µια νέα ζωή µε χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τόπο και χρόνο. Αυτό σηµαίνει ότι µε τον θάνατο δεν καταργείται ο άνθρωπος ως ύπαρξη, αλλά συνεχίζει να υπάρχει µε άλλους όρους. ∆εν µπορούµε βέβαια, λόγω έλλειψης ανάλογων εργαλείων, να το αποδείξουµε και να το κατανοήσουµε, µπορούµε όµως να το εξηγήσουµε µε τους ίδιους όρους που προσεγγίζουµε την έννοια του Θεού. Εποµένως, όποιος πιστεύει στον Θεό πιστεύει και στη µετά θάνατον ζωή, φροντίζοντας αυτή η ζωή να είναι παραδεισένια και όχι κολασµένη, δηλαδή µια ζωή κοινωνίας µε τον ζωοδότη Θεό και τους ανθρώπους, και όχι ζωή ακοινωνησίας.
Συµπληρωµατικά, η χαρά του θανάτου βασίζεται και σε ακόµη δύο λόγους, τους οποίους και δεν θα αναλύσουµε: Θάνατος σηµαίνει αφ’ ενός το τέλος της γνωστής φθοροποιού και βασανιστικής διαδικασίας και αφ’ ετέρου το τέλος της πάλης µε το κακό και την αµαρτία. Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος που, ενώ εµείς γιορτάζουµε τη γενέθλιο ηµέρα των αγαπηµένων µας και τη δική µας, οι Αγιοι γιορτάζουν την ηµέρα του θανάτου τους, µε εξαίρεση τα γενέθλια του Χριστού, της Θεοτόκου και του Προδρόµου, στα οποία όµως προσδίδουµε καθαρά πνευµατικό περιεχόµενο.
Η Κοίµηση της Θεοτόκου µάς προσφέρει και µια άλλη, πολύ µεγάλη χαρά: την Κοίµησή της διαδέχεται η µετάστασή της από τα γήινα στα ουράνια, που προοιωνίζεται και τη δική µας ανάσταση. Πέθανε όπως οι όλοι οι άνθρωποι, ενταφιάστηκε µε δόξα και τιµές, µόνο που το σώµα της δεν παρέµεινε στον τάφο, για να έχει την ίδια τύχη µε το δικό µας σώµα, αλλά αναστηµένο, γιατί µόνο έτσι µπορούσε να υπερβεί τα επίγεια, ανήλθε και «εγκαταστάθηκε» δίπλα στον Υιό της, αναλαµβάνοντας σηµαντικούς ρόλους, ούσα µητέρα και προστάτιδα όλων των ανθρώπων και ταυτόχρονα µεσίτρια υπέρ όλων στον Υιό της. Αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία µας αφιερώνει πολύ µεγάλο χρόνο στην τιµή της Θεοτόκου: ολόκληρο τον µήνα Αύγουστο, όλες τις λοιπές θεοµητορικές εορτές και µια ηµέρα της εβδοµάδος, την Τετάρτη.
Ολο αυτό καθόλου δεν θεµελιώνει όρους λατρείας και προσκύνησης, σαν να πρόκειται για µια θεά, αλλά όρους απόλυτης τιµής, επειδή δεν πρόκειται για µια σπουδαία γυναίκα, αλλά για τη Θεοτόκο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος της µετάστασής της. Υπήρξε κατά πάντα παναγία, απόλυτα αγνή και αφοσιωµένη στον Θεό ψυχή τε και σώµατι, και ο Τριαδικός Θεός την επέλεξε για να δώσει ανθρώπινη υπόσταση στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Εµείς οι Ορθόδοξοι δεν έχουµε διατυπώσει δόγµατα για τη Θεοτόκο, όπως οι Ρωµαιοκαθολικοί. ∆εν έχουµε δηλαδή κάποια διδασκαλία για τη λεγόµενη «άσπιλη σύλληψή» της ούτε για τη µετάστασή της. Θα δογµατίζαµε για «άσπιλη σύλληψη» αν η Μαρία είχε εξαιρεθεί από τις συνέπειες του λεγόµενου «προπατορικού» αµαρτήµατος, τις οποίες φέρουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως, µε µόνη εξαίρεση τον Θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος συνελήφθη διά Πνεύµατος αγίου, και όχι µε τους γνωστούς όρους σύλληψης, κάτι που του διασφαλίζει και την οντολογική αναµαρτησία του. Οσο για τη µετάσταση της Θεοτόκου, εµείς δεν την έχουµε αναγάγει σε δόγµα, αλλά το αποδεχόµαστε ως θεολογούµενο, ως µια θεολογική παράδοση, έχοντας υπόψη ότι τη θέση της η Θεοτόκος δεν τη θεµελιώνει αυτοαναφορικά, αλλά στο γεγονός ότι κατέστη µητέρα του Θεού.
Ελπίζουµε ότι µε τα παραπάνω δώσαµε την ευκαιρία για έναν χρήσιµο εµπλουτισµό του όλου προβληµατισµού της πολύ σηµαντικής για το έθνος µας εορτής της Παναγίας.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Κυριακάτικη Απογευματινή