Τεράστιο πλήγμα στο λαθρεμπόριο καυσίμων επέφερε η Ελληνική Αστυνομία, με την εξάρθρωση πολυμελούς κυκλώματος που δραστηριοποιούνταν σε όλη τη χώρα, αλλά και με διασυνδέσεις σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Πολωνία και Αλβανία. Η συντονισμένη επιχείρηση της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη 22 ατόμων, μεταξύ των οποίων και ο φερόμενος ως εγκέφαλος, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα οκτώ μέλη που διέφυγαν της σύλληψης.
Συνολικά σφραγίστηκαν 7 πρατήρια καυσίμων, κατασχέθηκαν 800.000 ευρώ, εκατοντάδες χιλιάδες λίτρα καυσίμων και διαλυτών, λογισμικά παραποίησης των αντλιών, 15 φορτηγά, 10 επικαθήμενα, όπλα, έγγραφα και κινητά τηλέφωνα.
Η συμμορία φέρεται να είχε στήσει ένα περίπλοκο δίκτυο με δύο βασικούς βραχίονες:
- Την εισαγωγή χημικών διαλυτών για τη νόθευση καυσίμων, μέσω εικονικών εταιρειών στη Βουλγαρία και εικονικών εγκαταστάσεων σε Τρίκαλα και Θεσσαλονίκη.
- Τις εικονικές εξαγωγές βενζίνης, με παραποιημένα τελωνειακά έγγραφα και ψευδείς δηλώσεις, ώστε τα καύσιμα να παραμένουν στην Ελλάδα, αποφεύγοντας φόρους και δασμούς.
Παράλληλα, σε συνεργαζόμενα πρατήρια εγκαθίσταντο παράνομα λογισμικά που «έκλεβαν» έως και 25% από τους καταναλωτές, ενώ το Δημόσιο έχανε δασμούς και φόρους που ξεπερνούν το 1,5 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., μόνο το 2025 το κύκλωμα διακίνησε πάνω από 1,3 εκατ. λίτρα βενζίνης και περισσότερα από 212.000 λίτρα διαλυτών, αποκομίζοντας κέρδη που ξεπερνούν τα 3 εκατ. ευρώ. «Πρόκειται για υπόθεση που επηρεάζει άμεσα την εθνική οικονομία αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι πλήρωναν για καύσιμο που ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά αντιστοιχούσε στην αξία του», δήλωσε ο διευθυντής της Διεύθυνσης, Φώτης Ντουίτσης.
Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντία Δημογλίδου τόνισε πως η δράση της οργάνωσης ήταν πολυεπίπεδη και οργανωμένη, με χρήση εικονικών εταιρειών, παραποιημένων παραστατικών και προγραμμάτων αλλοίωσης δεδομένων ώστε να διαφεύγουν από τους ελέγχους.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία, ενώ οι έρευνες συνεχίζονται σε συνεργασία με τις αρχές των χωρών που εμπλέκονται. Σε βάρος τους ασκήθηκαν διώξεις για εγκληματική οργάνωση, λαθρεμπορία, απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και σειρά άλλων αδικημάτων.