Η πρώτη μέρα στο δημοτικό σχολείο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα στη ζωή ενός παιδιού. Τα πρωτάκια αφήνουν πίσω τους την ασφάλεια του νηπιαγωγείου και κάνουν το πρώτο τους βήμα στον κόσμο του «μεγάλου σχολείου», όπου θα αποκτήσουν νέες εμπειρίες, προσδοκίες και -συχνά- άγχη.
Το πρώτο κουδούνι σηματοδοτεί, φυσικά, το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών και την ανεμελιά που τις συνοδεύει και μοιάζει με… προσγείωση στην καθημερινότητα. Πολλά παιδάκια είναι περισσότερο κοινωνικά από κάποια άλλα, γεγονός που κάνει αυτό το ξεκίνημα ευκολότερο, όμως υπάρχουν κι εκείνα που είναι πιο εσωστρεφή και ντροπαλά, που φοβούνται τις αλλαγές και νιώθουν πιεσμένα.
Για τους γονείς, πρόκειται επίσης για μια περίοδο προσαρμογής και έντονων συναισθημάτων. Αυτοί, λοιπόν, είναι ανάγκη να μη μεταφέρουν επιπλέον στρες στα παιδιά και να είναι υποστηρικτικοί. Επιπλέον, είναι σημαντικό να μην τα φορτώνουν -εκτός από την πελώρια σάκα- με τα δικά τους «θέλω», τις μεγάλες τους προσδοκίες και την ανάγκη τους για επίτευξη των προσωπικών τους ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Η «Απογευματινή» επικοινώνησε με τη διακεκριμένη ψυχολόγο-παιδοψυχολόγο Αλεξάνδρα Καππάτου, η οποία παραθέτει έναν χρήσιμο οδηγό επιβίωσης για τους μικρούς μαθητές και τους γονείς τους. Η κυρία Καππάτου προσφέρει πρακτικές συμβουλές για ενθάρρυνση και υποστήριξη στα πρωτάκια, ώστε η μετάβασή τους να γίνει με τον πιο ομαλό και θετικό τρόπο. «Πρόκειται για μια πολύ σημαντική στιγμή, ένα ορόσημο που σηματοδοτεί πλέον το πέρασμα στον γραπτό λόγο και στις σχολικές υποχρεώσεις. Τα παιδιά καλούνται να βρεθούν σε ένα μεγάλο σχολείο όπου τα περισσότερα παιδιά τούς είναι άγνωστα, ενώ τα ίδια θα είναι οι μικρότεροι μαθητές.
Αυτές οι αλλαγές, όπως είναι φυσικό, τους δημιουργούν ποικίλα συναισθήματα, παρότι ήδη έχουν προετοιμαστεί από τη φοίτησή τους στο νηπιαγωγείο» τονίζει η παιδοψυχολόγος. Και σημειώνει ότι είναι θετικό που αρκετά παιδιά θα έχουν συμμαθητές από το νηπιαγωγείο. «Τα περισσότερα παιδιά αντιμετωπίζουν τη νέα εμπειρία με χαρά, ανυπομονησία, αλλά και αγωνία για το νέο σχολείο, τους συμμαθητές, τον καινούργιο δάσκαλο. Προβληματίζονται αν θα είναι αυστηρός, τι σημαίνει διάβασμα στο σπίτι, πώς θα τους φέρονται τα μεγαλύτερα παιδιά. Το άγνωστο αποτελεί πρόκληση για παιδιά και γονείς».
Σύμφωνα με την ίδια, μια καλή λύση για μια ήπια αρχή είναι να επιδιώξουν οι γονείς να έρθουν έγκαιρα σε επαφή με τους γονείς των συμμαθητών του παιδιού τους από το νηπιαγωγείο -αν υπάρχουν-, ώστε να αισθανθεί το παιδί ότι θα έχει την παρέα των φίλων του. Μάλιστα, θα μπορούσαν την πρώτη μέρα να πάνε όλοι μαζί. Αυτό θα βοηθήσει τα παιδιά να διαχειριστούν καλύτερα το νέο περιβάλλον.
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΙ
Η κυρία Καππάτου τονίζει πως ο ρόλος των γονιών είναι καθοριστικός στην ομαλή προσαρμογή του παιδιού: «Αν ανησυχούν επειδή το παιδί τους δεν κάθεται εύκολα ή για ώρα στη θέση του, θεωρούν ότι είναι ανώριμο, αγωνιούν ότι δεν θα μένει ήσυχο μέσα στην τάξη, πώς θα αντιμετωπίσει τον γραπτό λόγο, αν θα κάνει τα καθήκοντά του, είναι βέβαιο ότι θα τα μεταφέρουν στα παιδιά συχνά με αρνητικές επιπτώσεις στην αυτοεκτίμησή τους και ίσως γίνουν λάθος χειρισμοί. Οι μαμάδες και οι μπαμπάδες χρειάζεται να είναι υποστηρικτικοί. Να δώσουν τη δυνατότητα στα παιδιά τους να εκφράζουν ό,τι αισθάνονται και να νιώθουν ότι καταλαβαίνουν ακόμη και το άγχος τους, την ανησυχία ή την αγωνία τους, να τα διαβεβαιώσουν ότι θα κάνουν νέους φίλους, θα μάθουν νέα πράγματα, ώστε να τους δώσουν τη δύναμη που χρειάζονται. Τα λόγια τους, η αγκαλιά τους και η κατανόησή τους θα δώσουν τη δύναμη στα παιδιά να αντιμετωπίσουν τη νέα αυτή εμπειρία».
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αναφορικά με το θέμα των σχολικών καθηκόντων, οι γονείς καλό είναι να μην περνάνε στα παιδιά μηνύματα με άγχος και απειλή, ότι δηλαδή «τώρα πάει, τέλος το παιχνίδι, ξεκινάνε μαθήματα», λέει χαρακτηριστικά η παιδοψυχολόγος: «Πρέπει να κατανοήσουν ότι ο χρόνος του παιχνιδιού είναι αναγκαίος για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Στο σπίτι πρέπει να έχει έναν χώρο για τις εργασίες του με ησυχία, χωρίς πολλά ερεθίσματα, ώστε σταδιακά να δημιουργήσει μια ρουτίνα. Οι γονείς να είναι δίπλα και υποστηρικτικοί στη διαδικασία εκτέλεσης των εργασιών στο σπίτι, κυρίως στην αρχή, εξηγώντας του ό,τι δεν κατανοεί, ενθαρρύνοντάς το και επιβραβεύοντας την προσπάθειά του. Χρειάζεται, όμως, να καταλάβει ότι οι σχολικές εργασίες είναι δική του ευθύνη».
Στην περίπτωση που το παιδάκι αρνείται να τις κάνει, οι γονείς πρέπει να του δίνουν χρόνο, να κάνει διαλείμματα και να του προσφέρουν κίνητρο, ώστε να προσαρμοστεί σταδιακά στη διαδικασία, αναφέρει η γνωστή παιδοψυχολόγος, εφιστώντας την προσοχή στην αντιμετώπιση του παιδιού όταν σχολάει: «Όταν γυρίζει, να μην το ρωτούν μόνο αν το σήκωσε η δασκάλα και τι μαθήματα έκανε, αλλά να επικεντρώνονται στο πώς πέρασε τη μέρα, με ποιους έπαιξε, πώς αισθάνεται κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα. Ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε στα παιδιά κίνητρο για μάθηση και να καταλάβουν ότι το σχολείο είναι ο ασφαλής χώρος όπου θα συναντούν τους φίλους τους και θα μαθαίνουν νέα πράγματα. Αν μετά τα Χριστούγεννα -κατόπιν συνεννόησης με τους δασκάλους- οι δυσκολίες τους συνεχίζονται, τότε ίσως χρειαστεί να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό».
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ
Πολύ μεγάλη προσοχή να δοθεί στη σχολική άρνηση, καθώς όπως εξηγεί η κυρία Καππάτου, «μελέτες αναφέρουν ότι ένα ποσοστό παιδιών περίπου 5% μπορεί να την παρουσιάσει, κυρίως στην αρχή της σχολικής χρονιάς ή ύστερα από διακοπές. Εδώ χρειάζεται κατανόηση και σωστή διαχείριση, ενδεχομένως με τη βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας, γιατί συνήθως υποκρύπτεται άγχος αποχωρισμού ή άλλο πρόβλημα πού χρήζει διερεύνησης και ειδικής αντιμετώπισης. Θέλει ψυχραιμία και συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, ώστε το παιδί να βοηθηθεί για να διαχειριστεί τον φόβο του. Ασφαλώς δεν βοηθάει αν ο γονιός ενδίδει στις παρακλήσεις ή στα κλάματα για παραμονή στο σπίτι και στην υπόσχεση “αύριο θα πάω”, γιατί πιθανόν να εδραιωθεί η άρνηση».
Ένα άλλο βασικό είναι οι γονείς να μην υποχρεώνουν τα παιδιά να έχουν πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες ακολουθώντας συχνά το «τι κάνουν τα άλλα παιδιά»: «Συνήθως έχουν ανάγκη κάποια εξωσχολική ασχολία, γιατί τα βοηθάει πολλαπλά, ψυχαγωγούνται, συγχρωτίζονται με συνομηλίκους, διευρύνονται τα ενδιαφέροντά τους. Θεωρώ πως πρέπει να δίνεται έμφαση στην αθλητική δραστηριότητα, πάντα κατόπιν συνεννόησης με το παιδί και δοκιμής. Τα “θέλω” και οι προσδοκίες των γονιών πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των παιδιών τους, στα “θέλω” και στις δυνατότητές τους, ώστε να είναι ρεαλιστικά. Δεν θα τα βοηθήσουν αν τα πιέζουν».
Τέλος, η κυρία Καππάτου χαρακτηρίζει τους γονείς «αφετηρία», που στόχο έχουν να δίνουν στα «βλαστάρια» τους διάφορα ερεθίσματα, διασφαλίζοντας πάντα ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι και συναναστροφές με συνομηλίκους: «Πρέπει να σταθούμε στην ανάπτυξη διαφόρων δεξιοτήτων, όπως συνεργασία, ανάπτυξη πρωτοβουλιών, ενσυναίσθηση, διαχείριση συγκρούσεων, αυτοέλεγχο, αποδοχή της διαφορετικότητας. Αυτά αποτελούν πολύτιμους στόχους της διαπαιδαγώγησης των παιδιών μας, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που ακούμε τόσα αρνητικά».
Εφημερίδα Απογευματινή