Το αυστραλιανό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο οι έφηβοι κάτω των 16 ετών θα μάθουν να ζουν χωρίς social media, εξετάζει να υιοθετήσει η χώρα μας από τον Δεκέμβριο. Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να βάλει μπλόκο στην ασύδοτη πρόσβαση των ανηλίκων στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, έχει φανεί ήδη με την εφαρμογή πλατφόρμας γονεϊκού ελέγχου.
Πρόσφατα, όμως, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας σε σχετική εκδήλωση που διοργάνωσε η Αυστραλία στη Νέα Υόρκη, ανακοίνωσε την επιθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω και να επιβάλλει απαγόρευση στη χρήση social media από παιδιά, μέσω του καθορισμού ορίου ψηφιακής ενηλικίωσης, όπως γίνεται στην Κοινοπολιτεία. Μάλιστα, η πρόταση Μητσοτάκη υιοθετείται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να συμφωνεί περί κοινής πολιτικής για την προστασία των εφήβων.
Συστάσεις
Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ένα πολύ λεπτό ζήτημα, καθώς έχει να κάνει με τους εφήβους και την εύθραυστη περίοδο που διανύουν, οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή. Όπως προειδοποιούν, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν πίσω από μία απότομη μετάβαση, δηλαδή από την πλήρη ασυδοσία στο μπλοκάρισμα, είναι πολλοί. Απαραίτητο, λοιπόν, είναι οι ενήλικες να δείξουν στα παιδιά ότι δεν παρεμβαίνουν, αλλά τα προστατεύουν και τα υπολογίζουν.
Όπως τονίζει στην «Α» η Κέλλυ Ιωάννου, καθηγήτρια Ψηφιακής Εγκληματολογίας και Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, η απαγόρευση για τα παιδιά κάτω των 16 ετών, έχει νόημα μόνο αν εφαρμοστεί έξυπνα και με σεβασμό στην ιδιωτικότητα: «Πρώτο βήμα είναι ο έλεγχος ηλικίας, χωρίς να “κρατούνται” ταυτότητες. Αυτό γίνεται με επιλεκτική γνωστοποίηση: ο έφηβος (ή ο γονιός) επαληθεύει μία φορά την ηλικία του σε έναν έμπιστο φορέα (π.χ. κρατικό ψηφιακό πορτοφόλι) και η πλατφόρμα λαμβάνει μόνο ένα κρυπτογραφικά υπογεγραμμένο “ναι/όχι” (δηλαδή είναι 16+ ετών;).
»Σε πιο προχωρημένες εκδοχές, η απόδειξη γίνεται με μηδενική γνωστοποίηση (η πλατφόρμα βλέπει μόνο το “16+”), ή -όπου ταιριάζει- με εκτίμηση ηλικίας από μία selfie που επεξεργάζεται τοπικά και διαγράφεται αμέσως. Παράλληλα, οι συσκευές και τα app-stores μπλοκάρουν την εγκατάσταση κοινωνικών δικτύων σε παιδικούς λογαριασμούς και ορίζουν “σιωπηλές ώρες” (ιδίως τη νύχτα), ενώ το σχολείο εφαρμόζει καθαρούς κανόνες για κινητά. Κλειδί είναι να μην δημιουργήσουμε νέες “βάσεις” ευαίσθητων δεδομένων παιδιών και να μη μετακυλήσουμε όλο το βάρος στους γονείς: η κύρια ευθύνη ανήκει στις πλατφόρμες που κερδίζουν από τη χρήση».
Η κυρία Ιωάννου εξήγησε πως η ξαφνική μετάβαση από την ελευθερία του διαδικτύου στο μπλοκάρισμα κρύβει κινδύνους, αφού στους εφήβους λειτουργεί έντονα η «αντιδραστικότητα»: «Όταν νιώθουν ότι χάνουν απότομα την αυτονομία τους, αυξάνεται η παρόρμηση να παρακάμψουν τον κανόνα. Αυτό δεν εξαφανίζει τη χρήση, τη μετακινεί σε λιγότερο ορατά κανάλια, όπου η πιθανότητα έκθεσης σε επιθετικές προσεγγίσεις ή ακραίο περιεχόμενο, μπορεί να είναι μεγαλύτερη και η έγκαιρη βοήθεια δυσκολότερη».
Κρυψίνοια
Αναφορικά με τα παιδιά που έχουν ήδη προβληματική σχέση με την οθόνη, η αποστέρηση συχνά αυξάνει το άγχος, την ευερεθιστότητα και τις συγκρούσεις στο σπίτι: «Υπάρχει και κοινωνικός κίνδυνος: αν το σχολικό και φιλικό δίκτυο οργανώνεται ψηφιακά, η αιφνίδια αποκοπή αφήνει το παιδί “εκτός ροής” πληροφορίας και δραστηριοτήτων. Επίσης, χωρίς σωστό σχεδιασμό, το βάρος επιτήρησης μεταφέρεται υπέρμετρα σε γονείς και εκπαιδευτικούς, ενώ οι πλατφόρμες -εκεί όπου παράγεται και κλιμακώνεται ο κίνδυνος- μένουν στο απυρόβλητο.
»Η ασφαλής λύση δεν είναι ο “κόφτης”, αλλά η κλιμάκωση. Ξεκινάμε με σαφή όρια χρόνου και “σιωπηλές ώρες”, περιορίζουμε σταδιακά λειτουργίες υψηλού κινδύνου (π.χ. μηνύματα μόνο από επαφές, όχι προτάσεις από αγνώστους) και ολοκληρώνουμε με τους ηλικιακούς φραγμούς. Παράλληλα, δουλεύουμε δεξιότητες: πώς αποτρέπω αγνώστους, πώς ζητώ βοήθεια χωρίς να φοβάμαι ότι θα τιμωρηθώ. Για τα παιδιά “υψηλού κινδύνου” χρειάζεται εξατομικευμένη στήριξη (σταδιακή μείωση χρόνου οθόνης, πρόσβαση σε σχολικό ψυχολόγο ή γραμμές βοήθειας). Και, πολύ σημαντικό, ζητούμε από τις πλατφόρμες ασφάλεια παντού. Με μια φράση: η απότομη απαγόρευση γεννά κρυψίνοια. Η σταδιακή εφαρμογή με εκπαίδευση, τεχνική θωράκιση και στήριξη μειώνει ουσιαστικά τον κίνδυνο, χωρίς να σπρώχνει το πρόβλημα στο σκοτάδι».
Ανοιχτή συζήτηση
Η καθηγήτρια Ψηφιακής Εγκληματολογίας και Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, συμβουλεύει τους ενήλικες να δείξουν ότι «δεν παρεμβαίνουν», αλλά προστατεύουν και υπολογίζουν τα παιδιά: «Αν το παιδί αισθανθεί ότι το αντιμετωπίζουμε σαν ύποπτο, θα κρυφτεί. Αν, αντίθετα, καταλάβει ότι είμαστε σύμμαχοι, συνεργάζεται. Στην πράξη, καθόμαστε μαζί και φτιάχνουμε ένα σύντομο “συμφωνητικό” χρήσης: πότε και πού χρησιμοποιούνται οι οθόνες, ποιες ρυθμίσεις ασφαλείας ενεργοποιούμε, τι κάνουμε αν κάτι σε ανησυχήσει. Το υπογράφουμε όλοι και το ξαναβλέπουμε κάθε μήνα».
Το παιδί -όσο μεγαλώνει- δείχνει υπευθυνότητα, αναφέρει η κυρία Ιωάννου και συμβουλεύει τους ενήλικες να του δίνουν περισσότερο χώρο: «Η αυτονομία κερδίζεται, δεν χαρίζεται. Δεν κρυφοκοιτάζω μηνύματα, δεν ζητώ κωδικούς· προτιμώ να κάνουμε μαζί έναν έλεγχο ρυθμίσεων και να συζητάμε ανοιχτά. Και του δίνω ένα σαφές μονοπάτι βοήθειας: “αν κάτι πάει στραβά, έρχεσαι πρώτα σε μένα. Δεν θα τιμωρηθείς, επειδή μίλησες”. Το ζητούμενο δεν είναι να κερδίσουμε τη μάχη του ελέγχου, αλλά να χτίσουμε μια σχέση που κρατά το παιδί ασφαλές σήμερα και ικανό να σταθεί μόνο του αύριο».
Εφημερίδα Απογευματινή