Οι σασµοί της πολιτείας που δεν είχαν αίσιο τέλος

Οι επιχειρήσεις αφοπλισµού των Κρητικών από τις Αρχές, ξεκινώντας από τη δολοφονία του Ιωνα ∆ραγούµη έναν αιώνα πριν, την εξέγερση του 1938 και την παρέµβαση του Παπανδρέου το 1985 και φτάνοντας στον νόµο Μητσοτάκη του ’93 και τη διακήρυξη των Ανωγείων
08:02 - 11 Νοεμβρίου 2025
σασµοί
Η ΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ 39ΧΡΟΝΟΥ ΦΑΝΟΥΡΗ ΚΑΡΓΑΚΗ, ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΝΕΚΡΟΣ ΣΕ ΕΝΟΠΛΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ, ΣΤΑ ΒΟΡΙΖΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Στα κασόνια… στα κασόνια» φώναξε ανήσυχα ο αστυνοµικός προς τους ρεπόρτερ εκείνο το βροχερό απόγευµα του Φεβρουαρίου του 2004, όταν ο Κώστας Καραµανλής, περιοδεύων µε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στον Νοµό Ηρακλείου, σταµάτησε να µιλήσει στις Μοίρες. Ο «Ψηλός» αποχωρούσε από την κεντρική πολιτική σκηνή έπειτα από 60 χρόνια κοινοβουλευτικής διαδροµής, ο νέος ερχόταν για να βάλει τέλος στην 11ετή διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι Κρητικοί, µε τα ρακοκάζανα άπιωτα, τα πιστόλια γεµισµένα και τους δυναµίτες «στεγνούς», µιας και οι γιορτές αργούσαν, έστησαν γλέντι ευφραίνοντας τους ντόπιους και τροµάζοντας τα «κοπέλια απ’ την Αθήνα», που αιφνιδιάστηκαν κι έψαχναν να κρυφτούν. Ενάµιση χρόνο µετά, λόγω του ακρωτηριασµού του 9χρονου Βασίλη Κοκοτάκη στη Βιάννο από φωτοβολίδα, υπογράφεται στα Ανώγεια διακήρυξη κατά της οπλοφορίας-οπλοχρησίας. Οχι µόνο κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων, αλλά τον Νοέµβριο του 2007, σε ευρεία αστυνοµική επιχείρηση στα Ζωνιανά για τη σύλληψη χασισοκαλλιεργητών, κάποιοι κάτοικοι προέβαλαν κυριολεκτικά πολεµική αντίσταση πυροβολώντας τους αστυνοµικούς µε πιστόλια, αυτόµατα, καραµπίνες και χειροβοµβίδες, σκοτώνοντας τον ειδικό φρουρό Στάθη Λαζαρίδη και τραυµατίζοντας δύο συναδέλφους του.

Απ’ τον Μάιο του 1913, όταν µε τη Συνθήκη του Λονδίνου το «θεριό του πελάγους» παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, µία προσπάθεια αφοπλισµού τελεσφόρησε, µε οδυνηρά όµως αποτελέσµατα. Οι δε πράξεις εκδίκησης-αντεκδίκησης δεν εντοπίζονται µόνο σε βεντέτες τιµής ή άλλο εγκληµατικό υπόβαθρο. Ενίοτε αποκτούν ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις διαµορφώνοντας χαρακτήρες και συµπεριφορές.

Το απόσπασµα του Γύπαρη

Οι πρώτες ουσιαστικές ενέργειες περιορισµού της χρήσης, όχι της αφαίρεσης, των όπλων από Κρητικούς έγιναν µετά τη δολοφονία του Ιωνα ∆ραγούµη τον Αύγουστο του 1920, όταν απόσπασµα 15 Κρητικών υπό τις οδηγίες του Παύλου Γύπαρη, τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν µεσηµεριάτικα στη µέση της Βασιλίσσης Σοφίας. Τον θεώρησαν αυτουργό της απόπειρας κατά της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου, δύο ηµέρες νωρίτερα στο Παρίσι, στέλνοντας το σχετικό µήνυµα στους κωνσταντινικούς αντιβενιζελικούς. Εν µέσω κυβερνητικού χάους και απειλών για εκδήλωση εµφυλίου, διεξήχθησαν συνοµιλίες µεταξύ Φιλελεύθερων και Λαϊκών, παρά ταύτα τα όπλα δεν σίγησαν, αφού ο Γύπαρης, µεταξύ άλλων, είχε διακριθεί και ως Μακεδονοµάχος.

Το Κίνηµα των Χανίων

Τα χρόνια περνούσαν, η χώρα αναζητούσε πολιτικό βηµατισµό και οι εκάστοτε πρωθυπουργοί, είτε πραξικοπηµατίες είτε δηµοκρατικά εκλεγµένοι, ασχολούνταν µε την αντιµετώπιση του φαινοµένου της ληστείας και τη διασφάλιση της αποστολής χρηµάτων στην ύπαιθρο (λειτουργία Αγροτικής Τράπεζας), παρά µε την εκτεταµένη οπλοκατοχή των Μανιατών και των Κρητικών.

Και όλα αυτά µέχρι τη νύχτα της 28ης προς 29η Ιουλίου 1938, όταν επαναστατική επιτροπή της Κρήτης, αποτελούµενη από τους Μητσοτάκη, Βολουδάκη, Παΐζη και τον στρατιωτικό διοικητή Μάντακα, ανήγγειλε από τον σταθµό ασυρµάτων των Χανίων ότι «στρατός και λαός αδελφωµένοι κατέλυσαν αρχάς λαοµίσητου τυραννίας εκπροσωπουµένης υπό στρατηγού Μεταξά». Το κίνηµα διήρκεσε µόλις 7 ώρες µετά την έλευση αεροπλάνων στο νησί και την προσέγγιση πολεµικών πλοίων από άλλες θαλάσσιες περιοχές.

Η δικτατορία επωφελήθηκε της εξέγερσης και προέβη σε εκατοντάδες συλλήψεις αντιφρονούντων στην Αττική και στην Κρήτη, διατάσσοντας τους διοικητές των µονάδων να αφοπλίσουν τους στασιαστές και τα δίκτυά τους, τα οποία ωστόσο ούτε µεγάλα ήταν ούτε εγκληµατικά. Απαρτίζονταν από προσωπικότητες, όπως ο νοµικός Αριστοµένης Μητσοτάκης (πρόγονος του πρωθυπουργού), ο Μαν. Βολουδάκης, ο στρατηγός Εµµ. Μάντακας κ.λπ., οι οποίοι αποπειράθηκαν και δεύτερη ανατροπή σε διάστηµα λίγων ηµερών, αλλά δεν τα κατάφεραν και φυγαδεύθηκαν στην Κύπρο.

Το τέχνασµα Μανιαδάκη

Οσοι Κρητικοί δεν ενέδωσαν έκρυψαν τα όπλα τους στον Ψηλορείτη. Και ενώ τα τύµπανα της δεύτερης παγκόσµιας σύγκρουσης ηχούσαν όλο και πιο δυνατά, ο διαβόητος υφυπουργός ∆ηµόσιας Ασφάλειας, Κων. Μανιαδάκης (σ.σ. από το Σοφικό Κορινθίας), βάζει τη Χωροφυλακή να συντάξει υπόµνηµα ότι στην Κρήτη έχει καταφύγει ο Μάρκος Βαφειάδης και ετοιµάζει ενέργεια εναντίον του καθεστώτος. Αυτή τη φορά, οι περισσότεροι παρασύρονται και όλοι το πληρώνουν µε ποτάµια αίµατος τον Μάιο του 1941, όταν οι Γερµανοί εισβάλλουν στο νησί. Εκτοτε οι πολιτικές συζητήσεις περί αφοπλισµού της Κρήτης ισοδυναµούσαν µε απώλεια κοινοβουλευτικών εδρών, ακόµη και αφορισµού όσων τα συζητούσαν.

Μεταπολίτευση

Στη Μεταπολίτευση καταγραφόταν µεν ραγδαία αύξηση της οπλοκατοχής και της έκνοµης δράσης, παρά ταύτα ο κραταιός υπουργός ∆ηµόσιας Τάξης Σόλων Γκίκας έδινε περισσότερο βάρος στην καταστολή των εγκληµατικών οργανώσεων και τον περιορισµό των οικογενειακών ερίδων και τη διασφάλιση της οµαλότητας. Η Ελλάδα το 1975 είχε εξέλθει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η Κύπρος είχε καταληφθεί σε µεγάλο µέρος από τους Τούρκους και οι διαδοχικές πετρελαϊκές κρίσεις έθεταν σε κίνδυνο την πορεία της χώρας. Η Κρήτη λοιπόν ως ανάχωµα, ωςπροκεχωρηµένο φυλάκιο της επικράτειας στην Ανατολική Μεσόγειο, ως ένδοξη γη και ταυτόχρονα ως διαµετακοµιστικό κέντρο καυσίµων και άλλων υλών από τη Μέση Ανατολή, διέθετε µόνο δικαιώµατα, αξιώσεις και απαιτήσεις.

Η προσέγγιση δύο οικογενειών

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ατιµωρησίας αποτελεί ένα παρατηµένο στην ιστορική λήθη γεγονός που αφορά την εκλογή το 1985 στην Προεδρία της ∆ηµοκρατίας του Χρήστου Σαρτζετάκη. Αν κάποιος θυµάται κάτι από την επεισοδιακή εκλογή, είναι τα «χρωµατιστά ψηφοδέλτια» και η αµφισβητούµενης εγκυρότητας ψήφος του προέδρου της Βουλής, διά της οποίας συµπληρώθηκε ο απαιτούµενος αριθµός των 180 βουλευτών.

Εξίσου σηµαντικό ήταν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου πέτυχε τον σασµό ανάµεσα στις οικογένειες Σαρτζετάκη (Σαρτζέτη) και Πενταράκη (Πεντάρη), που ξεκίνησαν τη µεταξύ τους βεντέτα για µια γυναίκα πριν από τον πόλεµο και την έκλεισαν µε την ψήφο του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλη Πεντάρη στον Χρήστο Σαρτζετάκη και την επίσκεψη του δεύτερου στον τόπο καταγωγής του πρώτου, στην Κάνδανο Χανίων.

Επρόκειτο για κατ’ εξοχήν δύσκολη και αρχικώς απίθανη προσέγγιση των δύο οικογενειών, οι οποίες σηµειωτέον βρίσκονται έως σήµερα σε ανακωχή, χωρίς να συνυπάρχουν.

Η παρακαταθήκη

Τον Σεπτέµβριο του 1993, λίγο πριν από την πτώση της κυβέρνησής του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αφήνει παρακαταθήκη στο δικαιικό σύστηµα τον νόµο 2168/1993, βάζοντας αυστηρά όρια στην οπλοφορία, την οπλοκατοχή και την
οπλοχρησία.

Αν και γνώριζε ότι η θέσπιση περισσότερων δικλίδων για να αποκτήσει κάποιος όπλο θα του προκαλούσε πολιτική ζηµιά, εν τούτοις εισήγαγε στη διαδικασία τον πρωτεύοντα ρόλο της ∆ικαιοσύνης, µε σκοπό την αναβάθµιση της ποινικής µεταχείρισης των παραβατών.

Βουλγαράκης – Μαρκογιαννάκης

Τον Ιούλιο του 2005, εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας και επιφανείς Κρητικοί από όλο το νησί συνυπέγραψαν στα Ανώγεια µια διακήρυξη κατά της οπλοχρησίας, παρουσία του τότε υπουργού ∆ηµόσιας Τάξης Γιώργου Βουλγαράκη και του υφυπουργού Χρήστου Μαρκογιαννάκη. «Η παράνοµη οπλοφορία και οπλοχρησία, εκτός από τους κινδύνους που συνεπάγεται για τη ζωή και τη σωµατική ακεραιότητα των πολιτών, είναι ενάντια στην ανάπτυξη και γενικότερη οικονοµική πρόοδο της Κρήτης µας. ∆εν συµβιβάζεται µε την αξιοπρέπεια, τη φιλοξενία, τις εθιµικές παραδόσεις των Κρητών», σηµείωναν στο κείµενο. «Τα παράνοµα όπλα και οι µπαλοθιές δεν χρειάζονται για τις γιορτές και τα πανηγύρια. Σκοτώνουν Κρητικούς και µετά πληγώνουν βαθιά την ψυχή µας. Αυτοδεσµευόµαστε στις πλαγιές του Ψηλορείτη ότι θα εργαστούµε όλοι για να διαδώσουµε και να στηρίξουµε τη διακήρυξη αυτήν».

Η µπερέτα του πατέρα

Ο Γιώργος Βουλγαράκης, θέλοντας να δώσει το στίγµα της προσπάθειας, έδειξε στους παρευρισκόµενους ένα όπλο που του χάρισε ο πατέρας του και είπε: «Αυτό είναι το δικό µου όπλο. Είναι µια µπερέτα που µου χάρισε ο πατέρας µου, όταν ήµουν 18 χρόνων. Εχει µεγάλη ιστορία αυτό το όπλο. Το αγαπάω πάρα πολύ, γιατί κατ’ αρχάς µου το έδωσε ο πατέρας µου, τον οποίο υπεραγαπούσα, δεύτερον, γιατί µου το έδωσε µε µία πολύ καλή ευχή, την οποία κρατάω για µένα πάντα, τρίτον, γιατί µου θυµίζει όλα αυτά που κυλάνε µέσα στις φλέβες µου. Φαντάζοµαι ότι οι περισσότεροι από εσάς έχετε ένα τέτοιο όπλο. Σίγουρα θα έχετε. ∆εν σας ζητώ να το παραδώσετε το όπλο αυτό. Σας ζητώ να ξέρετε πότε να το χρησιµοποιείτε» τους είχε πει.

Τόνιζε επίσης: «∆εν είναι παλικαριά να σκοτώνονται άνθρωποι σε γλέντια. ∆εν είναι παλικαριά να υπάρχουν αδέσποτες σφαίρες. ∆εν είναι παλικαριά να φοβάται ο κόσµος σε γάµους, σε βαφτίσια, σε γλέντια. Θεωρώ ότι όλα αυτά τα πράγµατα, εκτός του ότι εγκυµονούν πολλούς κινδύνους, µας εκθέτουν και σαν Κρητικούς και σαν ιστορία και σαν παράδοση».

Ανάµεσα στους πολλούς που επικρότησαν ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Χρήστος Λεοντής, Κρητικοί πανεπιστηµιακοί, άνθρωποι του πνεύµατος και των επιστη µών από όλο τον κόσµο.

Η σηµερινή κατάσταση

Είκοσι χρόνια αργότερα, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις της ΕΛ.ΑΣ., σε σύνολο περίπου 630.000 πολιτών στην Κρήτη, τα παράνοµα όπλα υπερβαίνουν τα 250.000, όταν οι άδειες οπλοφορίας που έχουν δοθεί σε Κρητικούς είναι περίπου 1.500. Εκτός από τις βεντέτες έχουν καταγραφεί και εκατοντάδες περιστατικά τραυµατισµών σε πανηγυρικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις. Παρήγορο είναι πάντως ότι πολλοί καλλιτέχνες θέτουν ως όρο συµµετοχής τους σε γλέντια τη µη χρήση όπλων, ακολουθώντας κατά γράµµα το συµβόλαιο του θρυλικού Ανωγειανού λυράρη Βασίλη Σκουλά: «Μια µπαλοθιά αν παίξετε, έφυγα…». Στον Κρητικό το φιλότιµο είναι πάνω απ’ τη σφαίρα.

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»